Ο Γεωργιάδης εξιστορεί την προσπάθειά του να σκοτώσει τον Βενιζέλο και τη ματαίωση του σχεδίου του την τελευταία στιγμή
- Από τον Παναγιώτη Λιάκο
Ο Βασίλειος Γεωργιάδης στέλνει την αποκαλυπτική επιστολή του, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Σκριπ» στις 26/11/1911, σε μια περίοδο έξαρσης του Κρητικού Ζητήματος. Με αυτήν επιδιώκει να προσφέρει και μια ερμηνεία για τη στάση του Ελευθερίου Βενιζέλου στο θέμα που φλόγιζε τις ψυχές των Κρητών: την απελευθέρωση από τους Τούρκους και την ένωση με τη μητέρα πατρίδα. Με όσα γράφει για τα γνωστά σε αρκετούς Κρήτες, αλλά άγνωστα για τους υπόλοιπους Ελληνες εξηγεί την απροθυμία -έως και εναντίωση- του Βενιζέλου να συμβάλει, ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, στην προώθηση αυτού του αιτήματος με βάση το παρελθόν του κρητικού πολιτικού, που έπαιρνε χρήματα από τους Τούρκους για να καταδίδει και να καταδικάζει σε θάνατο Ελληνες.
Έτσι ο Βασίλειος Γεωργιάδης εξηγεί το υπόβαθρο των αποφάσεων του Βενιζέλου και ταυτόχρονα αφηγείται την προσωπική του περιπέτεια, την καταδίκη του σε θάνατο, την καταφυγή του στην Αθήνα και την επιδίωξή του να φονεύσει τον αργυρώνητο «εθνάρχη».
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος για να καταδικάσει τους Ελληνες Αντώνιο Λαρετζάκη και Γεώργιο Παπαδάκη, που κατηγορούνταν άδικα για τον φόνο του Τουρκοκρητικού Τεφίκ Βέη Μπάντρη ή Μπαντράκη, έλαβε 100 τουρκικές λίρες. Για να καταδώσει τον Γεωργιάδη πήρε 50 λίρες από τους Τούρκους. Κατά μέσο όρο, ο Ελευθέριος Βενιζέλος πληρώθηκε 50 τουρκικές λίρες για κάθε ελληνικό «κεφάλι».
Επιπλέον, όπως αναφέρει ο Β. Γεωργιάδης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αγόραζε φυσίγγια για λογαριασμό των Τούρκων, ώστε να εξοπλίζονται οι δυνάμεις ασφαλείας τους και να καταδιώκουν τους χριστιανούς επαναστάτες!
Διαβάζουμε στην επιστολή του Κρητικού οπλαρχηγού: «ΗΓΟΡΑΖΕ ΦΥΣΙΓΓΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ. Πρέπει να σας προσθέσω ακόμη ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος εγνώριζε τα μαγαζεία παρά των οποίων επωλούντο φυσίγγια και όπλα, διότι ηγόραζε τοιαύτα κατ’ εντολήν της οθωμανικής κυβερνήσεως και εξώπλιζε τους άνδρας της χωροφυλακής όπως καταδιώξωσι τους χριστιανούς επαναστάτας».
Επιπλέον, ο Β. Γεωργιάδης αναφέρει για τη συνέχεια της προσωπικής περιπέτειάς του τα ακόλουθα: «Και κατόπιν της καταγγελίας ταύτης ο Γενικός Διοικητής με υπέβαλεν εις ανάκρισιν και κατόπιν προσκαλέσας με μοι είπεν τα εξής αυτολεξεί.
“Γεωργιάδη, εάν ήμην άλλος διοικητής, θα σε έστελλον αμέσως δέσμιον εις Κωνσταντινούπολιν συνεπεία των κατά σου καταγγελιών του Ελευθερίου Βενιζέλου, τας οποίας καταγγελίας επεβεβαίωσεν και ο Κ. Φ., αλλ’ επειδή ανακαλούμαι τηλεγραφικώς εις Κωνσταντινούπολιν σε αφίνω ελεύθερον”.
Ευτυχώς δι’ εμέ ανεκλήθη ούτος εις Κων/πολιν και εσώθην, εν τω μεταξύ όμως ήλθεν ο Ιβραήμ πασάς, εις τον οποίον ο Ελευθέριος Βενιζέλος επανέλαβε την κατ’ εμού καταγγελίαν του, προσθέσας μάλιστα ψευδώς ότι παρώτρινα τους χριστιανούς επαρχιώτας μου να σφάξωσι τους εν Κανδάνω μουσουλμάνους διά να πραγματοποιηθή η Επανάστασις.
Ένεκα τούτου συνεπεία των καταγγελιών του Ελευθερίου Βενιζέλου παρεπέμφθην ενώπιον του Στρατοδικείου υπό των Τζεβάτ και Σακίρ, μετά την κήρυξιν του στρατιωτικού νόμου και την κατάργησιν των προνομίων και κατεδικάσθην εις θάνατον διά της υπ’ αριθμόν 66 της 12 Ιανουαρίου 1890 αποφάσεως του Στρατοδικείου, εν τη οποία και εις τα πρακτικά της δίκης είναι αναγεγραμμένον και φαίνεται ότι κατεδικάσθην κατόπιν της καταγγελίας και καταθέσεως του Ελευθερίου Βενιζέλου, διότι ήθελον να βοηθήσω τους αγωνιζομένους χριστιανούς Κρήτας υπέρ της ελευθερίας των».
Οπως ήταν αναμενόμενο, ο Βασίλειος Γεωργιάδης ήθελε να πάρει το αίμα του πίσω. Ο ίδιος εξιστορεί την προσπάθειά του να σκοτώσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τη ματαίωση του σχεδίου του την τελευταία στιγμή: «ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΤΟΝ ΦΟΝΕΥΣΩ – Μετά την καταδίκην μου ηναγκάσθην να εκπατρισθώ και ήλθον εις Αθήνας, ότε επληροφορήθην κατά Φεβρουάριον του 1890 ότι ο κ. Βενιζέλος μετά τινός φίλου του ήλθον εις Αθήνας και εκάθησαν εις το ξενοδοχείον αι “Αθήναι” και μετέβην παρ’ αυτώ όπως τον φονεύσω, αλλά κατά κακήν τύχην έτυχον εις το δωμάτιόν του ο κ. Χαρ. Πωλογεώργης, όστις με ημπόδισε να εκτελέσω τον σκοπόν μου και αμέσως ο Ελευθέριος Βενιζέλος έφυγε λάθρα διά Πατρών επιστρέψας εις Χανία, όπου εξηκολούθησε το κατά των χριστιανών και υπέρ των Τούρκων έργο του».