Όταν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αρθρογραφεί για να χαρακτηρίσει, με αφορμή το σκάνδαλο των υποκλοπών, την έδρα της κυβέρνησης «χούντα του Μαξίμου» και την ίδια την κυβέρνηση «εγκληματική οργάνωση», όπως αντιλαμβάνεστε δεν πρόκειται για καλό οιωνό γι’ αυτά που έρχονται. Ο,τι κι αν έχει συμβεί.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Είναι φανερό ότι ο κύριος Τσίπρας διψά για ρεβάνς – ακόμη και με ειδικά δικαστήρια. Και από τη φρασεολογία που υιοθετεί φαίνεται ότι θέλει να ακολουθήσει τον ίδιο ολισθηρό δρόμο με αυτόν που ακολούθησε η Νέα Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής της -αποκαλώντας «εγκληματική οργάνωση» τους πολιτικούς της αντιπάλους-, και στο τέλος έσπασε τα μούτρα της με την απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου. Δυστυχώς, αυτή η χώρα είναι ένα διαρκές deja vu.
Ωστόσο, αυτά θα τα δούμε εν εκτάσει κατά τη διάρκεια της προ ημερησίας διατάξεως συζήτησης που θα διεξαχθεί στη Βουλή την προσεχή Δευτέρα 22 Αυγούστου, όπου ελπίζουμε ότι θα καθαρίσει η ήρα από το στάρι. Το ψέμα από την αλήθεια! Για την ώρα, στο σκέλος αυτό απλώς επισημαίνουμε την προχειρότητα με την οποία ασκεί αντιπολίτευση σε ένα τόσο σοβαρό θέμα ο ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο κατ’ αρχάς αποτελεί βούτυρο στο ψωμί του.
Και μόνο οι υπαινιγμοί του ότι η Ελλάδα αγόρασε το κακόβουλο λογισμικό παρακολούθησης Predator μέσω του… Ταμείου Ανάκαμψης, στο φως της ημέρας, με έναν διαγωνισμό που ακόμη δεν έχει διεξαχθεί, αρκούν για να δείξουν τι είδους αντιπολίτευση μπορεί να παράξουν η ηλιθιότητα και το πολιτικό μίσος – αστοιχείωτη αντιπολίτευση.
Αντιπολίτευση που δίνει ανάσα και αφορμή για χαμόγελα στον δοκιμαζόμενο και στριμωγμένο στη γωνία πρωθυπουργό κύριο Μητσοτάκη.
Η «θεωρία των αρμών»
Παρά ταύτα, το θέμα του σημερινού σημειώματός μας δεν είναι αυτό. Απλώς δεν μπορέσαμε να αποφύγουμε τον πειρασμό να σχολιάσουμε εισαγωγικά πόσο ρηχά προσεγγίζει η αντιπολίτευση μια τόσο σοβαρή υπόθεση. Το σχόλιό μας θα επικεντρωθεί στην ουσία του άρθρου του κυρίου Τσίπρα στην «Εφημερίδα των Συντακτών», η οποία συνοψίζεται στο σύνθημα «Δεν αρκεί η εναλλαγή στην εξουσία».
Πρόκειται για τη «θεωρία των αρμών», αλλά αυτή τη φορά ενισχυμένη και νομιμοποιημένη από τις αποκαλύψεις που γίνονται για τις υποκλοπές κι από την καταγγελία της παραβίασης του κράτους δικαίου από εμβληματικά πρόσωπα του πρώην αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου, όπως ο. Ευάγγελος Βενιζέλος.
Ο κύριος Τσίπρας ευλόγως -για να λέμε και του στραβού το δίκιο- αξιοποιεί την ευκαιρία για να υποστηρίξει ότι δεν αρκεί κάποιος στην πατρίδα μας να εκλέγεται πρωθυπουργός και να διορίζει το υπουργικό συμβούλιο για να έχει τον έλεγχο της διακυβέρνησης. Κάνει μια τρύπα στο νερό αν δεν ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης, τις μυστικές υπηρεσίες, τις Ανεξάρτητες Αρχές, τη Δικαιοσύνη και άλλους θεσμούς.
Γι’ αυτό με τη συνήθη βιασύνη του, πριν ακόμα μάθουμε σε όλη του την έκταση τι έχει συμβεί -αν έχει συμβεί- με τις υποκλοπές, βάζει μπροστά το κάρο από το άλογο. Την επιθυμία του να αντικαταστήσει το αστικό κράτος με ένα αριστερό κράτος της δικής του αρεσκείας και της δικής του ιδιοκτησίας. Κατά βάθος ζηλεύει τον κύριο Μητσοτάκη. Καθεστώς θέλει να γίνει κι αυτός – αριστερό καθεστώς.
Με τον τρόπο που προσεγγίζει, όμως, το θέμα έχει αυξημένες πιθανότητες να διεγείρει και πάλι σε υψηλό βαθμό τα ανακλαστικά του -απογοητευμένου από τις γκάφες της κυβέρνησης- αστικού κόσμου και να αποτύχει εκ νέου στο εγχείρημά του. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο ΣΥΡΙΖΑ λίγα έμαθε από τα λάθη του. Οταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση πολιτεύτηκε πράγματι πάνω σε ένα εχθρικό τοπίο και η επιλογή του ήταν να στοχοποιήσει προσωπικά σειρά παραγόντων του δημόσιου βίου.
Να διαπομπεύσει τους αρχηγούς του συστήματος
Σε εκείνη τη φάση, ενώ πράγματι το κράτος και οι μηχανισμοί του είχαν χρεοκοπήσει και ήταν όλα ώριμα για μια μεγάλη δομική αλλαγή στο ευρύτερο σύστημα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρθηκε να αλλάξει τις δομές, αλλά να διαπομπεύσει τους αρχηγούς του συστήματος. Να τους κρεμάσει ανάποδα προς παραδειγματισμό, όπως στο αντάρτικο. Τακτική που αρκούσε για να χαρίσει στους Ιαβέρηδες της Αριστεράς δικαιωματικά τον χαρακτηρισμό «κατσαπλιάδες».
Εκείνες τις ώρες δεν ήθελαν να αλλάξουν κατ’ ουσίαν θεσμικά τον συσχετισμό από τη ρίζα του. Ηθελαν να περιφέρουν ως τροπαιοφόροι στις πλατείες τις αποκεφαλισμένες κεφαλές πρώην πρωθυπουργών, υπουργών, μιντιαρχών, τραπεζιτών, δικαστών, μητροπολιτών, πολιτικών αντιπάλων και άλλων.
Ο νους τους ήταν στο πώς θα εξευτελίσουν τους καναλάρχες κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού για τις άδειες, όταν τους υποχρέωσαν να κοιμηθούν σε ράντσα μέσα στο Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής για να διασφαλιστεί τάχα η μυστικότητα της διαδικασίας. Ο νους τους ήταν στο πώς θα ξηλώσουν εκδότες και διευθυντές μεγάλων συγκροτημάτων για να τους αντικαταστήσουν με δικούς τους. Ο νους τους ήταν στο πώς θα διαφημίζουν στις κεντρικές τους επιτροπές ότι οι πολιτικοί τους αντίπαλοι θα μπουν φυλακή, πριν καλά καλά προλάβουν να συλλέξουν τα απαραίτητα στοιχεία για τις απαιτούμενες ποινικές διώξεις οι αρμόδιοι εισαγγελείς, υπονομεύοντας έτσι ευθέως το έργο τους. Ο νους τους ακόμη ήταν στο πώς θα εξοντώσουν την Εκκλησία και στο πώς θα διασύρουν τους ιεράρχες, καθώς τους θεωρούσαν εχθρική πολιτική δύναμη προς αυτούς.
Η πρώτη φάση του ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν σφραγίστηκε από τον κατσαπλιαδισμό (στους θεσμούς), για να φτάσει στο τέλος αυτής, αφού είχε εξοντώσει ορισμένους, αλλά όχι όλους τους εχθρούς του, να υιοθετήσει πλήρως την πολιτική τους: τα Μνημόνια, την Ευρώπη, τις σχέσεις με τμήμα του επιχειρηματικού κόσμου. Ακόμα και με τον «εχθρό» Εκκλησία, τον οποίο στοχοποίησε στο Μακεδονικό, προσπάθησε να τα βρει στο τέλος.
Ανήλθε ως μπολσεβίκος, αποχώρησε ως σύστημα
Ο κύριος Τσίπρας ανέβηκε στην εξουσία το 2015 καταγγέλλοντας τους αρμούς της εξουσίας και αποχώρησε από την εξουσία κάνοντας κρουαζιέρα με πολυτελές σκάφος στο Ιόνιο με τους αρμούς της εξουσίας. Αποχώρησε επίσης ψηφίζοντας έναν Ποινικό Κώδικα-σκάνδαλο, με τον οποίο καταργήθηκαν όλες οι εκκρεμείς δίκες του επιχειρηματικού κατεστημένου της χώρας. Αποχώρησε από την εξουσία ως σύστημα, ενώ ανήλθε σε αυτήν ως μπολσεβίκος.
Η δεύτερη φάση του προβληματισμού του ΣΥΡΙΖΑ για το «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο» άρχισε μετά την απομάκρυνση από την εξουσία και εστίασε στο πώς συγκρότησε η Νέα Δημοκρατία τη νέα δομή του αστικού και φιλικού προς αυτήν κρατικού μηχανισμού. Με το επιτελικό κράτος, με την Αρχή Διαφάνειας, με την Επιτροπή Ανταγωνισμού, με τις χειρουργικές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, με τους φιλικούς διακανονισμούς με τα κανάλια, με νομοθετικές ρυθμίσεις για το ακαταδίωκτο και το ξέπλυμα, και λοιπά.
Ωστόσο, την ώρα που η Αριστερά επεσήμαινε όλα αυτά στη Βουλή, ποτέ δεν τόλμησε -μολονότι της προτάθηκε- να συγκρουστεί κατά μέτωπο και καταπρόσωπο επί πραγματικών υποθέσεων και όχι σε επίπεδο κυνηγιού μαγισσών, όπως στην πρώτη πενταετία της, με τους βασικούς πυλώνες του διεφθαρμένου συστήματος. Μιντιακούς και επιχειρηματικούς κυρίως. Οχι απλώς δεν το έκανε, αλλά το βασικό μέλημά της κατά τη διάρκεια όλης αυτής της τριετίας -και αυτό αποδεικνύεται από τη στάση της σε σειρά ψηφοφοριών στη Βουλή- ήταν πώς θα αποκαταστήσει στο παρασκήνιο τις σχέσεις της με τους αρμούς της εξουσίας.
Ακόμη και με αυτούς που τη διέσυραν και την εξευτέλισαν. Ενα παράδειγμα μόνο: Δεν υπάρχει νομοθετική ρύθμιση που εισήχθη στο Κοινοβούλιο από την κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η οποία προέβλεπε αποζημιώσεις για τη διάσωση μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, ακόμη και ξένων, την οποία δεν ψήφισε η Αριστερά.
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, κατά τη διάρκεια της άνυδρης τριετούς αντιπολιτευτικής της παρουσίας, η ελληνική Αριστερά από τη μια κατήγγελλε στο προσκήνιο τις θεσμικές εκτροπές του κυρίου Μητσοτάκη μαζί με επιχειρηματικά συμφέροντα και, από την άλλη, στο παρασκήνιο φρόντιζε να αποκαθιστά τις σχέσεις της στο μέτρο του δυνατού, ανάλογα με την περίπτωση (πλήρως ή μερικώς), με όλους όσοι συμμετείχαν κατά τη λογική της στις εκτροπές.
Δεν πείθει
Τούτων δοθέντων, σε αυτή την τρίτη περίοδο που ανοίγει με αφορμή την υπόθεση των υποκλοπών, η σπουδή του κυρίου Τσίπρα να επαναλάβει, έξι χρόνια μετά, σε παραλλαγή το επιτυχημένο απόφθεγμα της συζύγου του, Μπέττυς, για τους αρμούς της εξουσίας δεν πείθει. Μολονότι αυτή τη φορά αναπτύσσει το αφήγημά του από θεαματικά καλύτερη θέση, λόγω της περιδίνησης στην οποία βρίσκεται η Νέα Δημοκρατία μετά το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Και δεν πείθει, διότι ο κύριος Τσίπρας, και πάλι χωρίς τις ακρότητες και τις βαρβαρότητες της κυβερνητικής του θητείας, έχει ακριβώς το ίδιο όραμα: να αντικαταστήσει το αστικό κράτος σε επίπεδο λειτουργίας με το αριστερό κράτος. Το αστικό καθεστώς με το αριστερό καθεστώς. Το αποκάλυψε άλλωστε ο γενικός γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου του, ο μετριοπαθής κατά τα άλλα καθηγητής Ακρίτας Γκαϊτατζής, ο οποίος ζήτησε την απόλυση όλων των υπαλλήλων της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.
Το μεγάλο ζητούμενο, όμως, αυτή την εποχή είναι στην πραγματικότητα η επανίδρυση του κράτους. Οσο κι αν η έννοια «επανίδρυση» έχει φθαρεί. Το ζητούμενο είναι η αντικατάσταση ενός κράτους που μεροληπτεί όταν κυβερνά, όταν δικάζει, όταν πληροφορεί, όταν παρεμβαίνει σε θέματα δημόσιου συμφέροντος με ένα άλλο κράτος, αντικειμενικό, διαιτητή μεταξύ πολιτικών δυνάμεων και μεταξύ συμφερόντων, κράτος που θα λειτουργεί στον αυτόματο πιλότο ανεξαρτήτως κυβερνήσεων και θα εγγυάται την ισότητα στον νόμο.
Αυτό είναι που μας λείπει: το κατά τον φιλελεύθερο Γάλλο διανοούμενο Γκι Σορμάν «ελάχιστο κράτος». Μικρό, αλλά ταυτόχρονα ισχυρό και παρεμβατικό. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να να πάμε παρακάτω έτσι. Με κόκκινες, πράσινες και δεξιές συνταγές για το ποιος ελέγχει τις δομές του κράτους. Χρειάζεται κάτι πολύ βαθύτερο. Και δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος ότι, πίσω από αυτή την εντυπωσιακή σε πρώτη άποψη θεσμική πρωτοβουλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κρύβονται απαραιτήτως καλές προθέσεις.