Η απλή αναλογική είναι νόθα γιατί έχει ως στόχο να εκβιάσει τη συνεργασία κομμάτων σε παραλλαγές δεξιάς συγκυβέρνησης, αριστερής συγκυβέρνησης ή ακόμη και οικουμενικής συγκυβέρνησης στα ελάχιστα minima.
Η ενισχυμένη αναλογική από την άλλη εκβιάζει μια λύση εξίσου νόθα: Αυτοδυναμία με το χαμηλότερο δυνατό ποσοστό στην κάλπη, κάτι περισσότερο από το 36% του εκλογικού σώματος. Ακόμη και με μία ψήφο διαφορά
- Του Μανώλη Κοττάκη
Oύτε η απλή αναλογική, όπως την ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2016, ούτε η ενισχυμένη πολιτική, όπως την ψήφισε το 2020 και θα την ψηφίσει εκ νέου η Ν.Δ. το 2022, αποτελούν τη λύση στο βαρύ πολιτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα. Και τούτο διότι και τα δύο εκλογικά συστήματα έχουν στον πυρήνα τους τον εκβιασμό! Εκβιάζουν νόθες πολιτικές λύσεις, πολεμούν τις γνήσιες συναινέσεις και δεν αντιστοιχούν στο ελεύθερο φρόνημα του ελληνικού λαού. Διότι επίσης δεν απελευθερώνουν δυνάμεις σε βαθμό που να αναδυθεί στο φως της ημέρας ο αφανής γνήσιος διπολισμός που είναι σήμερα διασπασμένος, διάσπαρτος και παγιδευμένος μέσα σε όλα τα κόμματα οριζοντίως.
Η απλή αναλογική είναι νόθος γιατί έχει ως στόχο να εκβιάσει τη συνεργασία κομμάτων σε παραλλαγές δεξιάς συγκυβέρνησης, αριστερής συγκυβέρνησης ή ακόμη και οικουμενικής συγκυβέρνησης στα ελάχιστα minima. Πρόκειται για τη διακυβέρνηση του ελάχιστου μέσου όρου, η οποία είναι μαθηματικώς βέβαιον ότι θα καθηλώσει τη χώρα στην ακυβερνησία.
Η ενισχυμένη αναλογική από την άλλη εκβιάζει μια λύση εξίσου νόθα: Αυτοδυναμία με το χαμηλότερο δυνατό ποσοστό στην κάλπη, κάτι περισσότερο από το 36% του εκλογικού σώματος. Ακόμη και με μία ψήφο διαφορά. Με το υπόλοιπο 65%-70% του ελληνικού λαού «απέναντι», ούτε αυτή η λύση είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη. Κάποτε που τα πολιτικά κόμματα ήταν πολυσυλλεκτικά και τα ποσοστά τους κινούνταν σταθερά πέριξ του 45%, η ενισχυμένη αναλογική ήταν πράγματι η λύση. Είχε τη λαϊκή νομιμοποίηση να είναι η λύση. Οι ανοδικοί κύκλοι της ελληνικής οικονομίας και η αύξηση του ΑΕΠ ήταν αποτέλεσμα και της γνήσιας πολιτικής σταθερότητας που έδινε στην κυβερνητική πλειοψηφία η ενισχυμένη αναλογική.
Ο πολιτικός κύκλος ακολουθούσε τον οικονομικό κύκλο και ο οικονομικός τον πολιτικό. Το πρόβλημα με τα εκλογικά συστήματα στην πατρίδα μας άρχισε να εμφανίζεται σε δύο χρονιές ορόσημο, τότε αχρηστεύτηκαν ως εργαλεία σταθερότητας: Το 2012, όταν κατακερματίστηκε το πολιτικό σκηνικό και λόγω εκλογικού συστήματος κατεγράφη δυσαρμονία μεταξύ ψήφων και εδρών για το πρώτο κόμμα. Η Ν.Δ. έλαβε το μπόνους των 50 εδρών με ποσοστό 19% μόλις! Το 2016 επίσης, όταν με το δημοψήφισμα ενοποιήθηκαν σε δύο πόλους οι αντιλήψεις του πολιτικού σκηνικού, εντυπωσιαστήκαμε από τις ανατροπές.
Μέσα στο «ναι» σχηματοποιήθηκε το φιλοευρωπαϊκό συστημικό ρεύμα, αποτελούμενο κυρίως από ψηφοφόρους της Ν.Δ., του Ποταμιού, της Δημοκρατικής Αριστεράς και βεβαίως του ΠΑΣΟΚ. Μέσα στο «όχι» σχηματοποιήθηκε το ευρωσκεπτικιστικό αντισυστημικό ρεύμα, στο οποίο μετείχε το σύνολο σχεδόν του εκλογικού κορμού του ΣΥΡΙΖΑ, ισχυρότατο τμήμα της κοινωνικής Δεξιάς της Ν.Δ., το σύνολο των ψηφοφόρων των ΑΝ.ΕΛ., του ΚΚΕ, του ΜέΡΑ25 και άλλων δυνάμεων. Από αυτές τις δύο χρονιές και έπειτα το εκλογικό σύστημα μοιάζει με μια ωραιότατη γυναικεία τουαλέτα, η οποία όμως δεν εφαρμόζει στο σώμα του εκλογικού σώματος, το οποίο προώρισται να τη… φορέσει λόγω της περιφέρειας του κατόχου του. Αλλού είναι στενό, αλλού είναι μακρύ. Υπάρχει ένα μυστικό το οποίο όλοι το ξέρουμε, αλλά αρνούμαστε να το παραδεχτούμε.
Συμμετέχουμε, ψηφίζουμε, αγαπάμε κόμματα, στα οποία συνυπάρχουμε με συμπολίτες μας, με τους οποίους δεν ταυτιζόμαστε πλέον σε όλα αλλά σε μερικά. Καμιά φορά και σε τίποτε. Λόγω της κεκτημένης ταχύτητας της Μεταπολίτευσης συνυπάρχουμε. Επειδή έτσι το βρήκαμε από την οικογένειά μας, η οποία είναι καθοριστικός παράγων διαμόρφωσης εκλογικής συμπεριφοράς. Ή επειδή δεν πάει αλλού το χέρι μας, η δύναμη της συνήθειας είναι στην πατρίδα μας ισχυρότατη. Οταν, λοιπόν, εφαρμόζονται κανόνες για χάρη εκλογικών βάσεων άλλων εποχών που είναι σήμερα ψυχικά και ιδεολογικά διασπασμένες (αλλά τα εκλογικά συστήματα τις αντιμετωπίζουν ωσάν να είναι ενιαίες), ας μην απορούμε που ούτε η απλή ούτε η ενισχυμένη αναλογική με τη σημερινή τους μορφή μπορούν να δώσουν λύση στο πολιτικό πρόβλημα της πατρίδας μας. Το αντίθετο.
Από τα μνημόνια, την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία έχουν συγκροτηθεί και βρίσκονται παγιδευμένες, διάσπαρτες, αδιαμόρφωτες μέσα στα κόμματα (επικοινωνούσες όμως μεταξύ τους) δύο μεγάλες βασικές «γραμμές» που τέμνουν οριζόντια το πολιτικό μας σύστημα: Το αυτοαποκαλούμενο μεταρρυθμιστικό ρεύμα και το αυτοαποκαλούμενο πατριωτικό ρεύμα. Και τα δύο έχουν μυστικές δυνάμεις στα κόμματα. Η Ν.Δ. σήμερα δεν είναι ένα κόμμα. Χωρίζεται στους φιλελεύθερους και στους κοινωνικά δεξιούς, με διαφορές αγεφύρωτες σε ορισμένα θέματα. Το ΠΑΣΟΚ το ίδιο. Χωρίζεται σε αυτούς που προσδοκούν ένωση δυνάμεων με τη Ν.Δ. και σε αυτούς που ελπίζουν σε συνεργασία με τον Τσίπρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίζεται στο κυρίαρχο ρεύμα των λαϊκών προεδρικών και στην μειοψηφία των ελιτιστών του παλαιού ΚΚΕ εσωτερικού, οι οποίοι κολακεύονται από τη συνύπαρξή τους στα σαλόνια με τους φιλελευθέρους.
Εντός του ΣΥΡΙΖΑ, της Ελληνικής Λύσης, του ΚΚΕ θα συναντήσει κανείς νεοδημοκράτες που ψήφισαν για τελευταία φορά Ν.Δ. το 2009. Θέματα όπως οι φόροι και τα επιδόματα, ο ρόλος της διαπλοκής στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, η θέση της Ελλάδας μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, η προσέγγιση των κομμάτων σε θέματα θρησκευτικής ελευθερίας, ατομικής ελευθερίας και θέματα μειονοτήτων (ΛΟΑΤΚΙ), η ανάγνωση της Ιστορίας, το Μεταναστευτικό, η κάθαρση στη Δικαιοσύνη, τα δικαιώματα και η σύγκρουσή τους με άλλα έννομα αγαθά, ο ρόλος των ΜΜΕ, η γλώσσα και η εθνική ταυτότητα, η εθνική κυριαρχία και η απομείωσή της από διεθνείς οργανισμούς, ο διάλογος στο ερώτημα «με την πατρίδα ή με τους πάτρωνες» είναι οι βασικές σταθερές που χαρακτηρίζουν τον αέναο διάλογο που διεξάγεται μεταξύ των δύο όχθεων του νέου διπολισμού.
Δικαιωματιστές και ταυτοτικοί, μεταρρυθμιστές και λαϊκιστές, κοσμοπολίτες και πατριώτες είναι οι πλέον γνωστές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των «οπαδών» εντός των ίδιων των κομμάτων. Οχι μεταξύ διαφορετικών. Και όσο θα μεγαλώνει η κρίση του καπιταλισμού τόσο θα παροξύνονται και οι διαφωνίες στο εσωτερικό των κομμάτων!
Αυτή η πολιτική ανορθογραφία, που δεν αντιστοιχεί σε αυθεντικώς γνήσιες πολιτικές δυνάμεις διακρινόμενες για την ιδεολογική τους ομοιογένεια και για τις ρίζες τους στην κοινωνία, πρέπει κάποτε να σταματήσει.
Η απλή αναλογική (η οποία με τη μορφή που θα εφαρμοστεί υπονομεύει τις συναινέσεις) μπορεί να μετεξελιχθεί στον καταλύτη του έθνους: Στον game changer, όπως αρέσκεται να λέει ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Μόνο αν η απλή αναλογική τροποποιηθεί και επιτρέπει στο μέλλον την κάθοδο ενιαίου συνασπισμού κομμάτων στις εκλογές. Και, μάλιστα, με κοινή και εκ των προτέρων γνωστή προγραμματική βάση!
Η αναλογική με τη σημερινή της μορφή μόνο αιτία δεινών μπορεί να είναι. Η αναλογική που θα κινητοποιήσει – ενώσει τις αταίριαστες εκ πρώτης όψεως πλάκες του εκλογικού σώματος, και σε δύο μεγάλους πόλους που θα ξεπερνούν το 40% έκαστος θα οδηγήσει, και το πολιτικό κλίμα θα βελτιώσει, και πολιτική σταθερότητα θα δώσει.
Αυταπάτες, βεβαίως, δεν έχουμε. Ούτε ο κ. Μητσοτάκης ούτε ο κ. Τσίπρας θα έκαναν κάτι που θα διακύβευε ενδεχομένως τις καρέκλες τους. Λέμε, όμως, ποιο είναι το σωστό για τη χώρα προκειμένου να μην υποφέρουν κόμματα, αρχηγοί και οπαδοί που συνυπάρχουν με το ζόρι: Ολοι οι μεταρρυθμιστές φιλελεύθεροι (νεοδημοκράτες, πασόκοι, ποταμίσιοι, ανανεωτικοί αριστεροί) σε έναν πόλο, όλοι οι πατριώτες κοινωνιστές (λαϊκοί νεοδημοκράτες, λαϊκοί συριζαίοι, ορθόδοξοι πασόκοι, πατριώτες κομμουνιστές, τέως ακροδεξιοί – ΑΝ.ΕΛ.) σε έναν άλλον πόλο. Με τη μορφή συνασπισμού και με την πολιτική αυτονομία που επιθυμεί έκαστος. Αυτή είναι η λύση του μέλλοντος.