Η ανάγκη διεξαγωγής ελληνοτουρκικού διαλόγου είναι αυτονόητη, ειδικά σε εποχές έντασης, ώστε να αποτραπεί η -υψηλή πια- πιθανότητα εκτροπής σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις στις οποίες δύσκολα θα παρέμβουν κατευναστικά το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ, όπως στις κρίσεις του Μαρτίου 1987 και του Ιανουαρίου 1996, αντίστοιχα.
- Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Ωστόσο, ο τρόπος διεξαγωγής του διαλόγου, με ευθύνη του Μαξίμου (και όχι του υπουργείου Εξωτερικών), δείχνει ότι η Ελλάδα περιέρχεται σε διαρκώς επιδεινούμενη θέση. Τον Σεπτέμβριο του 2019 ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης αξιολόγησε σαν «νέα αφετηρία» την πρώτη συνάντησή του με τον Τούρκο πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν και αιφνιδιάστηκε απόλυτα (παρά τις προειδοποιήσεις των αρμόδιων υπηρεσιών) με την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Ακολούθως, τον Δεκέμβριο του 2019, ο κ. Μητσοτάκης έκρινε πως οι διαφορές «μπορούν να ξεπεραστούν με καλή διάθεση». Η τουρκική διάθεση αποδείχθηκε κάκιστη και τριμέτωπη με κύρωση του μνημονίου, μεταναστευτική εισβολή στον Εβρο και έρευνες του «Oruc Reis» στη Μεσόγειο.
Ο δυσμενής απολογισμός του 2019-2020 εξετράπη σε επικίνδυνη πορεία το 2021 και το 2022, καθώς ο πρωθυπουργός έκρινε σαν ιδανική λύση την υιοθέτηση μίας ιδιότυπης «προσωπικής διπλωματίας» αντί των συναντήσεων πολυμελών αντιπροσωπιών των δύο χωρών. Κατά τη συνομιλία του με τον κ. Ερντογάν, στη Σύνοδο του
ΝΑΤΟ τον Ιούνιο 2021, μοναδική παρούσα ήταν η τότε διπλωματική σύμβουλος, πρέσβης Ελ. Σουρανή, χωρίς δυνατότητα ουσιαστικών παρεμβάσεων. Δημοσίως, το Μέγαρο Μαξίμου διαπίστωσε πως «έσπασε ο πάγος», αλλά σύντομα η Αγκυρα εγκαινίασε την εκστρατεία αμφισβήτησης όχι μόνον της αμυντικής οχύρωσης των νησιών, αλλά και της ελληνικής κυριαρχίας επί αυτών.
Η περαιτέρω διολίσθηση έγινε ορατή, διά γυμνού οφθαλμού, κατά τη συνάντηση της Κωνσταντινούπολης στις 13 Μαρτίου 2022, όταν ακόμα και οι σύμβουλοι έμειναν στον προθάλαμο. Μοναδική μάρτυρας των διαμειφθέντων Μητσοτάκη – Ερντογάν ήταν μία Τουρκάλα διπλωμάτης με διπλά καθήκοντα μεταφράστριας και πρακτικογράφου. Λες και συζητούσαν ιδιωτικές υποθέσεις, ο πρωθυπουργός έκρινε περιττή την παρουσία Ελληνα πρακτικογράφου στη συνάντηση του Βοσπόρου. Αδιαφορώντας, αφενός, για τη θεσμική συνέχεια των διμερών σχέσεων, που επιβάλλει την τήρηση αρχείου για κάθε λεπτομέρεια, και αφετέρου για την προστασία του ιδίου και της χώρας έναντι όσων θα μπορούσε να ισχυριστεί αργότερα (ψευδώς) ο συνομιλητής του.
Πραγματικά, ο κ. Ερντογάν είπε τα μύρια όσα από τον Μάρτιο μέχρι σήμερα, εξευτελίζοντας τα πέντε μεγαλόφωνα «ευχαριστώ» που του απηύθυνε ο κ. Μητσοτάκης στα μόλις 20 δευτερόλεπτα του ξεπροβοδίσματός του από την προεδρική κατοικία (συν άλλο ένα «ευχαριστώ» στον σύμβουλο Ιμπ. Καλίν). Ούτε κοινό ανακοινωθέν εκδόθηκε ούτε κοινές δηλώσεις έγιναν, αλλά ο ενθουσιασμός του πρωθυπουργού ήταν τόσο μεγάλος, ώστε προέβλεψε θετική πορεία σχέσεων με σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ) των δύο χωρών το φθινόπωρο. Λαμβάνοντας υπόψη την έκτοτε εκρηκτική ένταση, μάλλον ο κ. Μητσοτάκης δεν διεκδικεί βραβείο διορατικότητας ή εύσημα εύστοχων εκτιμήσεων.
Δεν είναι τυχαίο ότι, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας δήλωσε προσεκτικά, τον Μάρτιο, πως ο πρωθυπουργός «είχε την καλοσύνη να με ενημερώσει αναλυτικά», στις 15 Σεπτεμβρίου τόνισε ότι «δεν μπορώ να ιχνηλατήσω τι έγινε στον Βόσπορο», καθώς «εμένα μου μεταφέρθηκε ως θετική συνάντηση».
Κατόπιν όλων αυτών, προκαλεί κατάπληξη γιατί, στην παρούσα συγκυρία, ο πρωθυπουργός εμμένει στην «προσωπική διπλωματία», μην αποκλείοντας (ως και επιδιώκοντας) συνάντηση με τον Τούρκο πρόεδρο κατά τη σύνοδο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας (ΕΠΚ), την προσεχή εβδομάδα, στην Πράγα. Μετά τη βύθισή τους στον Βόσπορο, τα ελληνικά συμφέροντα θα κινδυνεύσουν να παρασυρθούν και στον ποταμό Μολδάβα (ή Βλτάβα, όπως ονομάζεται στην Τσεχία).
Οι αρνητικές προβλέψεις δεν αποτελούν κινδυνολογία, αλλά ρεαλιστική αποτύπωση των διπλωματικών διαβουλεύσεων των τελευταίων ημερών. Γιατί, μολονότι είναι βάσιμη η άποψη του Μαξίμου ότι η Ουάσινγκτον παροτρύνει τον κ. Ερντογάν να προσέλθει σε διάλογο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ τονίζει, ταυτόχρονα, πως δεν θα αναμειχθεί μεσολαβητικά και υποβοηθητικά. Ενδεχομένως, επειδή δεν επιθυμεί να επιβαρύνει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις όσο συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία. Αν ο διάλογος κορυφής αποδειχθεί ανέφικτος, ο κ. Μητσοτάκης ζητεί, εναλλακτικά, από τους Ευρωπαίους εταίρους (κυρίως από τον Γάλλο πρόεδρο Εμ. Μακρόν) να του επιτραπεί, τουλάχιστον, να αντικρούσει τον κ. Ερντογάν στη σύνοδο της ΕΠΚ. Μακάρι να πετύχει έστω κι αυτό, αλλά -μετά και την τουρκική νίκη συμμετοχής στην ΕΠΚ χωρίς ελληνικό βέτο ή αυστηρούς όρους- δεν θα αλλάξει κάτι στους σκληρούς συσχετισμούς του Αιγαίου.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη