Για το αν, το πώς και το πότε θα μας την πέσει ο Ερντογάν προσωπικά δεν θα έβαζα στοίχημα. Η εξίσωση είναι πολυπαραγοντική και υπάρχουν πολλές αδιευκρίνιστες συνιστώσες, μεταξύ των οποίων η ψυχική και η συναισθηματική ισορροπία του ανδρός.
Από την άλλη πλευρά, η πιθανότητα να μας την πέσει τώρα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη στιγμή στα 20 χρόνια που κυβερνά είναι ομολογουμένως μεγαλύτερη. Πρωτίστως γιατί το λέει μέρα παρά μέρα φωναχτά. Για να το ακούσουμε κι εμείς, κυρίως όμως για να το ακούσουν κι οι υπόλοιποι.
Φτιάχνει κλίμα, δηλαδή, όπως κλίμα έφτιαχνε η Τουρκία και το 1974. Για να μπορεί να επικαλεστεί ότι μας προειδοποίησε. Επιπλέον έχει μια αντιπολίτευση εξίσου εθνικιστική, που, αντί να τον συνετίσει, τον προτρέπει να αφήσει τα λόγια και να προχωρήσει σε πράξεις. Σε περίπτωση που μας επιτεθεί, κανείς στην τουρκική Βουλή δεν θα του ζητήσει τον λόγο. Τέλος, ο άνθρωπος έχει πάθος με την εξουσία. Και δεν σκοπεύει να την αφήσει εύκολα. Θα προτιμούσε να αναβάλει τις επερχόμενες εκλογές επ’ αόριστον, όπως και άλλοι…παθιασμένοι με την εξουσία.
Τώρα, το… πώς ακριβώς θα μας την πέσει είναι ένα ζήτημα. Ευθέως ή διά της πλαγίας; Θα προσβάλει δηλαδή στρατιωτικό στόχο, θα επιχειρήσει απόβαση σε νησί ή νησίδα ή θα δημιουργήσει άλλου είδους βαριά τετελεσμένα, αναγκάζοντας ακόμη και την ψοφοδεή κυβέρνηση Μητσοτάκη να απαντήσει;
Ούτε αυτό είναι καθαρό, αν και η ρητορική των τελευταίων ημερών παραπέμπει σε συμβατική στρατιωτική ενέργεια, που θα βαφτιστεί «μέτρο αυτοάμυνας», και όχι σε επιχείρηση υβριδικού πολέμου, όπως τα κατευθυνόμενα «καραβάνια» των λαθραίων στον Εβρο ή κάποιο είδος προβοκάτσιας στη Θράκη.
Οπως και να έχει, η κατάσταση είναι εξόχως σοβαρή. Το συζητά όλη η Ελλάδα, αλλά οι μόνοι που δεν φαίνεται να χολοσκάνε είναι αυτοί που καλούνται να χαράξουν την επίσημη πολιτική έναντι της Τουρκίας. Σε αντίστιξη με τη διαρκώς κλιμακούμενη τουρκική πολεμική εις βάρος της χώρας μας, η στάση της ελληνικής κυβέρνησης παραπέμπει στο… «τρία πουλάκια κάθονταν».
Προσέξτε! Δεν μιλάμε πλέον υποθετικά. Το «ελληνικό ζήτημα», με επίκεντρο τη δήθεν αναβάθμιση της στρατιωτικής άμυνας των ελληνικών νησιών (που μάλλον «υποβάθμιση» έπρεπε να λέγεται), έφτασε να διαφημίζεται ως προτεραιότητα στο Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας, παρότι η χώρα αυτή έχει ήδη άλλα ενεργά πολεμικά μέτωπα. Και, στον αντίποδα, ο Έλληνας πρωθυπουργός ομιλεί γενικά περί απαραβίαστων «γαλάζιων» συνόρων, χωρίς να αναφέρει τη λέξη «Τουρκία».
Εχει εμπιστοσύνη, λέει, στους φίλους της Ελλάδας, που την κατάλληλη στιγμή θα σπεύσουν στο πλευρό μας. Και, για να τους ευαισθητοποιήσει χωρίς να τους… ζαλίζει σε δύσκολες ώρες, σκέφτεται (άκουσον άκουσον!) να στείλει επιστολή στους καλούς συμμάχους μας, στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ…
Δεν ξέρω ειλικρινά ποιος υπαγορεύει αυτή τη χαλαρή -τάχα μου ψύχραιμη, αλλά επί της ουσίας φοβική και στρουθοκαμηλική- στάση στον κύριο Μητσοτάκη. Ο άνθρωπος τρέμει να αρθρώσει τη λέξη «Τουρκία». Δεν την ανέφερε στο αμερικανικό Κογκρέσο, αποφεύγει να την πει στο υπουργικό συμβούλιο και μοιάζει σαν κάποιος να τον έχει πείσει ότι η όσο το δυνατόν σπανιότερη χρήση της κατευνάζει την επιθετική διάθεση των απέναντι. Ξορκίζει το κακό διά της αφωνίας, όπως κάποτε ένας μοιραίος Βρετανός πρωθυπουργός κανάκευε τον Χίτλερ, θεωρώντας ότι έτσι θα γλιτώσει τον πόλεμο.
Μόνο που, όταν ακουστεί το πρώτο «μπαμ», όλοι αυτοί που «στέκονται στο πλευρό μας» θα σηκωθούν αγουροξυπνημένοι και θα τηλεφωνούν στον Ελληνα πρωθυπουργό εκφράζοντας την έκπληξη τους: «Ελα, βρε Κυριάκο, δεν μας είχες πει ότι τα πράγματα είναι τόσο σοβαρά! Νομίζαμε ότι ήταν τα συνηθισμένα σας καβγαδάκια. Εσύ ούτε τον πρεσβευτή σου δεν ανακάλεσες». Και μετά θα γυρίσουν στο δικό τους πλευρό για να συνεχίσουν τον μακάριο ύπνο τους.
Αν λοιπόν ο Μητσοτάκης και τα μπουκωμένα με δημόσιο χρήμα μέσα ενημέρωσης που ελέγχει χαίρονται και εφησυχάζουν με τη μινιμαλιστική αμερικανική θέση ότι «η κυριαρχία των ελληνικών νησιών δεν αμφισβητείται», πάω πάσο. Σε λίγο θα αγαλλιάζουν που δεν θα αμφισβητείται η ελληνικότητα της Αίγινας.
Δεν μπορεί οι διπλωματικοί σύμβουλοι του πρωθυπουργού να μην του εξηγούν ότι αυτή η θέση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είναι ασαφής και προβληματική. Εκτός κι αν πρόκειται για διπλωμάτες «δημοσίων σχέσεων», σαν έναν γυμνοσάλιαγκα που θέλει να φέρει μεταγραφή από τη Νέα Υόρκη, όπου διακρίθηκε σε ρόλο κυρίας επί των τιμών του Ελπιδοφόρου.
Αποκλείεται να μην αντιλαμβάνεται και ο ίδιος ο Μητσοτάκης ότι η αναγνώριση της ελληνικής κυριότητας στα μεγάλα κατοικημένα νησιά δεν ισοδυναμεί με αναγνώριση των κυριαρχικών δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ). Του το εξήγησε δημόσια με δύο tweets ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών του Καραμανλή, Γιάννης Βαληνάκης.
Ο πρωθυπουργός, λοιπόν, πρέπει να αφήσει τις υπεκφυγές και να κάνει τη δουλειά του. Οχι με επιστολές και διακοινώσεις. Να απαιτήσει σύγκληση συλλογικών οργάνων, όπως η Μεσογειακή Σύνοδος, στην οποία θα καταδικαζόταν -υποτίθεται- η τουρκική απειλή, αλλά αναβλήθηκε γιατί ο Ισπανός πρωθυπουργός, που μάλλον δεν είχε καμία όρεξη να τα χαλάσει με τον Ερντογάν, προφασίστηκε ότι είναι ακόμη θετικός στον κορωνοϊό…
Υπάρχουν βεβαίως και άλλοι οργανισμοί, όπως το ΝΑΤΟ, στους οποίους δεν έχουμε καμία τύχη, γιατί συμμετέχει και η Τουρκία, όπου θα λέει τα δικά της και ο διαιτητής είναι «πιασμένος». Αλλά αυτό δεν ισχύει στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπου ο κ. Μητσοτάκης οφείλει να ζητήσει έκτακτη σύνοδο κορυφής με μοναδικό αντικείμενο την τρέχουσα τουρκική στρατιωτική απειλή εις βάρος της χώρας μας. Υπάρχουν σαφείς διαδικασίες και μπορεί να το κάνει. Να ζητήσει, δηλαδή, προκαταβολικά την επιβεβαίωση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης, διευκρινίζοντας παράλληλα ποιες είναι οι «κόκκινες» γραμμές που, αν παραβιαστούν, θα προκαλέσουν ανάφλεξη.
Φοβάται ίσως ο κ. Μητσοτάκης ότι θα εισπράξει πολλές αρνήσεις. Δεν πειράζει. Ας πέσουν στο κάτω κάτω οι μάσκες για να φανεί ποιος πραγματικά είναι στο πλευρό μας.
Το «κλειδί» της στήριξης είναι να ζητηθεί έγκαιρα. Αν δεν την «κλειδώσουμε» πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, δεν πρόκειται να την πάρουμε ποτέ