Η Μούσα είδε πυροβολημένες και μισόμουρλους να βεβηλώνουν έργα τέχνης και ζήτησε από τον Ηρακλή να της δανείσει το ρόπαλό του
- Από τον Παναγιώτη Λιάκο
Ρίχνω μπογιές σε πίνακες
και σώζω τον πλανήτη,
τα χρώματα σε πίδακες
μου πιτσιλούν τη μύτη.
Του Σόρος τα καμώματα
τα βλέπει ο κόσμος και γελά,
κυλιέμαι μες στα χώματα
γυρεύω ολούθε τον μπελά.
Κόπανος εγεννήθηκα
και κόπανος θα μείνω,
στις ρούγες ξαμολήθηκα,
τα φώτα μου σας δίνω.
Ξεκίνησα στην Αριστερά,
δηλώνω οικολόγος,
μαγεύω και τη Δεξιά
σαν γνήσιος μπουρδολόγος.
Είμαι υστέρω, σπαστικιά
κι έχω πενήντα σκύλους,
βλέπω τους άλλους σαν χτικιά
και ξέμειν’ από φίλους.
Φωνάζω για τη μάνα γη,
τον ουρανό πατέρα,
κι ύστερα βγάζω το βρακί,
κάνω μ’ αυτό αέρα.
Στις εκκλησίες φωνασκώ
ωσάν δαιμονισμένη,
μυρίζω, ζέχνω και βρομώ
λες κι είμαι χ#σμένη.
Πανόβουρτσα έχω για μαλλί
και δέκα δόντια σάπια.
Σεσημασμένη, παλαβή,
καταναλώνω χάπια.
Το κράτος πόσο το μισώ,
αυτό αντιπαλεύω.
Δουλεύω για μια ΜιΚιΌ
και τον μισθό γυρεύω.
Τα φύκια τα μεταξωτά
πουλάω σαν χρυσάφι,
τα πλήθη χάσκουν σαν κουτά,
κι ο νους τους πάει στράφι.
Εναν μόνο φόβο έχω,
την κοινή τη λογική.
Ούτε τη λέξη δεν αντέχω,
με κάνει σαν υστερική.
Όσοι με παίρνουν σοβαρά,
αν κάποτε ξεψαρώσουν,
δεν θα μου δίνουνε παρά
και μέσα θα με χώσουν.