Η ορθοπολιτική σήψη μολύνει πρώτα τις λέξεις κι έπειτα την καθημερινότητά μας
- Από τον Παναγιώτη Λιάκο
Το καλάθι της νοικοκυράς δεν φτούρησε. Σύντομα μετονομάστηκε σε «καλάθι του νοικοκυριού». Το καλάθι έχει πλέον ουδέτερο ιδιοκτήτη, διότι ο πολιτικός κομισάριος της αγοράς, αυτός που «βαφτίζει» όσα την αφορούν, μάλλον δεν άντεξε ούτε καν την ιδέα μιας ορθοπολιτικής επίθεσης.
Ποιος άλλωστε θα μπορούσε να βαστάξει το βάρος της στενοχώριας και της αδικίας που θα ένιωθε κατάσαρκα ένας τρανσέξουαλ νοικοκύρης/ά/ό, που αισθάνεται και ολίγον τι νον μπάιναρι (μη δυαδικός/ή/ό, δηλαδή – μη με ρωτάτε τι είναι, περί ορθοπολιτικού φύλου πρόκειται) και θα έβγαινε στα κανάλια να κατηγορεί την κακούργα την κοινωνία; Από πού κι ως πού το κράτος έχει το δικαίωμα να μην υπολογίζει τη μειονότητα των άφυλων, τρανς, μπαϊσέξουαλ, νον μπάιναρι, τζέντερ φλούιντ και πινκ φλόιντ που θα προσβαλλόταν από τον χαρακτηρισμό της νοικοκυράς; Χίλιες φορές να σβήσουν τα φύλα από τον λεξιλογικό χάρτη παρά να αποκαλέσει «νοικοκυρά» κάποιον/α/ο από τα 666 νεοταξικά φύλα η ταμίας του σούπερ μάρκετ.
Στην ιδέα αυτής της επίθεσης των 666 νεοταξικών φύλων φαίνεται να σκιάχτηκε ακόμα κι ο φλογερός πατριώτης Αδωνις Γεωργιάδης, ο υπουργός Ανάπτυξης που υπερασπίζεται τον Ελληνισμό στα γήπεδα του τένις, στις κομματικές συνάξεις και στα τηλεοπτικά μαρμαρένια αλώνια. Και σκιάχτηκε, μάλλον, παρόλο που το πανελλήνιο τον νόμιζε για ατρόμητο. Κι είναι αλήθεια ότι χρειάζεται περίσσεια τόλμη να είσαι υπουργός Ανάπτυξης, όταν η ακρίβεια επί των ημερών σου έχει σπάσει κάθε ρεκόρ…
Πάντως, κάτι πρέπει να διδαχθούμε από την αντίπερα όχθη της λογικής, αυτήν που ουρλιάζει για τα δικαιώματά της (που δεν καταπατώνται), την ίδια στιγμή που τσαλαπατά τα δικά σου: Ολα ξεκινούν από μια λέξη. Υποχωρείς σε μια λέξη, παραιτείσαι από αυτήν, αλλά και από όσα συμβολίζει, οι αντίπαλοι καταλαμβάνουν τον νοητό χώρο της και επεκτείνουν την εξουσία τους στη ζωή σου.
Αν θέλουμε να ξαναπάρουμε τα ηνία του βίου μας και να τον οδηγήσουμε εκεί που επιθυμούμε, οφείλουμε να πολεμήσουμε για τις λέξεις που μας έχουν αφαιρέσει. Καθεμιά από αυτές αξίζει πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζαμε.