Το νέο νομοσχέδιο για τη Δημοτική Αστυνομία κινείται αναμφίβολα προς τη σωστή κατεύθυνση. Σύμφωνα με αυτό, «οι δημοτικοί αστυνομικοί θα μπορούν να προβαίνουν σε συλλήψεις και να ασκούν καθήκοντα ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου, ενώ θα φέρουν στολή και ειδικό εξοπλισμό, όπως αλεξίσφαιρο γιλέκο, χειροπέδες και γκλοπ».
- Του Γιάννη Κουριαννίδη*
Θεωρούμε θετική μία τέτοια εξέλιξη, αφού εδώ και καιρό εκφράσαμε την άποψη ότι η Δημοτική Αστυνομία θα πρέπει να συμβάλλει αποφασιστικά και αποτελεσματικά στο έργο της Ελληνικής Αστυνομίας, αναλαμβάνοντας αρμοδιότητες που θα προσιδιάζουν στο έργο που επιτελεί, θα διευκολύνουν την καταστολή αλλά και την πρόληψη εγκληματικών και εν γένει παραβατικών πράξεων, αλλά κυρίως θα καλύπτουν νομικά και τα στελέχη της. Το τελευταίο διότι δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες δημοτικοί αστυνομικοί καταδίωξαν και τελικά συνέλαβαν ληστές και λοιπούς παραβατικούς (λ.χ. εμπόρους και διακινητές ναρκωτικών) και που στη συνέχεια μηνύθηκαν από τους παραβάτες για άσκηση βίας εναντίον τους, αφού δεν υπήρχε ισχυρό νομικό πλαίσιο που να τους καλύπτει για αυτές τις πρωτοβουλίες τους.
Και για να προλάβω τυχόν καλοπροαίρετες ενστάσεις, προφανώς και δεν υποστηρίζω ότι θα πρέπει να γεμίσουν οι δήμοι της πατρίδας μας με νέους «πιστολέρος» (εξάλλου, ακόμη τουλάχιστον, δεν προβλέπεται άδεια οπλοφορίας για τους δημοτικούς αστυνομικούς). Είναι, όμως, κάτι που θα πρέπει να το δει η Πολιτεία, αφού αυτοί οι άνθρωποι καλούνται πλέον να αντιμετωπίσουν σκληρή εγκληματικότητα και όχι απλώς έναν παράνομο μικροπωλητή ή έναν παραβατικό επαγγελματία που καταλαμβάνει χωρίς άδεια δημόσιο χώρο. Αυτές είναι περιπτώσεις για τις οποίες ούτε αλεξίσφαιρα γιλέκα απαιτούνται ούτε χειροπέδες και κλομπ! Προφανώς και ο νομοθέτης αντιλαμβάνεται ότι ο εν λόγω εξοπλισμός θα χρησιμοποιηθεί σε άλλες περιπτώσεις εγκληματικών πράξεων, στις οποίες όμως ενδέχεται να κινδυνεύσει ακόμα και η ζωή των δημοτικών αστυνομικών.
Αντιλαμβάνομαι ότι κάποια πράγματα πρέπει να γίνουν σταδιακά, αλλά δεν πρέπει να καθυστερήσει πολύ το δικαίωμα των δημοτικών αστυνομικών να οπλοφορούν. Το έγκλημα, δυστυχώς, προηγείται πάντα της καταστολής, τόσο τεχνολογικά όσο και ως συμπεριφορά. Δεν είναι δυνατόν, λοιπόν, η αναγκαιότητα σύμπραξης της Δημοτικής με την Ελληνική Αστυνομία να οδηγήσει στην απαξίωση του κατασταλτικού ρόλου της πρώτης και στη γελοιοποίησή της. Υπάρχει ήδη το προηγούμενο της λεγόμενης Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, τα στελέχη της οποίας έγιναν στόχος και περίγελος των «αντιεξουσιαστικών» συμμοριών αλλά και των ποινικών, που δρουν ανεξέλεγκτα υπό το κάλυμμα του «ασύλου» στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, και τον όποιο κατασταλτικό ρόλο τον ανέλαβαν τελικά δυνάμεις της Ελληνικής Αστυνομίας.
Σε μία ευνομούμενη Πολιτεία είναι ευνόητο ότι οι δυνάμεις της τάξης θα πρέπει να είναι κατάλληλα και αυστηρά εκπαιδευμένες, ώστε να επιβάλλουν τον νόμο με κάθε προβλεπόμενο μέσο, όταν πρέπει να διασφαλιστεί η σωματική ακεραιότητα και η περιουσία των πολιτών, αλλά και του Δημοσίου, και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να φοβίζει τον κάθε νομοταγή πολίτη. Αντίθετα, θα πρέπει να το επιδιώξει και να το υποστηρίξει. Μόνον έτσι θα καταστεί δυνατό να αντιμετωπιστεί η ασύστολη εγκληματικότητα τόσο συμμοριών και οργανώσεων όσο και συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων.
Ας μην παραβλέπουμε ότι ακόμα και η θεωρούμενη «χαμηλή» εγκληματικότητα μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια ανθρώπινης ζωής, όπως συνέβη με «μικροκλοπές» και διαρρήξεις, όπου το θύμα αναγκάστηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή την περιουσία του με τραγική κατάληξη είτε για τον ίδιο είτε για τον θύτη. Οταν αυτό γίνει αντιληπτό από τους πολίτες και την Πολιτεία, τότε προφανώς και δεν θα ξαναγίνει ποτέ λόγος για «δολοφονία των 20 ευρώ».
*Δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης, «Θεσσαλονίκη Πόλη Ελληνική», endohora@yahoo.gr