H κυβέρνηση πήρε ήδη θέση με αμιγώς προεκλογικά κίνητρα. Και αποφάσισε ότι ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος θα ταφεί στο Τατόι ως ιδιώτης, για να μη δυσαρεστηθούν οι… κεντρώοι ψηφοφόροι της. Αυτοί που φαντασιώνεται, εν πάση περιπτώσει, ότι είναι κεντρώοι.
Αλλά ο διάλογος για το θέμα προηγήθηκε. Εγινε. Και οι διαφωνίες στο εσωτερικό της εκδηλώθηκαν. Πάλι με καιροσκοπικά κριτήρια. Ρόλο προστάτη της υστεροφημίας του Κωνσταντίνου ανέλαβαν υπουργοί που στο παρελθόν δόξαζαν τον Παττακό! Οπως ο Αδωνις.
Το ερώτημα που προέκυψε ήταν το εξής: Θα έπρεπε να αποδοθούν ή όχι τιμές αρχηγού κράτους στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο,ο οποίος έφυγε από τη ζωή προχθές το βράδυ σε ηλικία 82 ετών; Αυτοί που υποστήριξαν «όχι» ανακαλούν στη μνήμη τους τα γεγονότα του 1965 και του 1967, και θεωρούν ότι δεν ήταν δυνατόν να σκεπαστεί με την ελληνική σημαία, να συνοδευτεί από κιλλίβαντες και να ακουστούν κανονιοβολισμοί για τον αρχηγό εκείνου του κράτους, επί των ημερών του οποίου κατελύθη η δημοκρατία στην Ελλάδα. Υπό το φως των πληροφοριών, μάλιστα, ότι το παλάτι τότε ευνοούσε ένα πραξικόπημα στρατηγών, ασχέτως αν οι συνταγματάρχες αιφνιδίασαν τον Σπαντιδάκη και τη λοιπή ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων.
Ο ισχυρισμός αυτός, πως δεν έπρεπε να αποδοθεί τιμή αρχηγού κράτους, συνοδεύεται από την αυτονόητη σκέψη πως η δημοκρατία θεράπευσε όλα τα δεινά τα οποία επισώρευσαν στην πατρίδα μας οι δικτάτορες. Οτι η δημοκρατία λειτούργησε κατά τρόπο άψογο στα χρόνια που ακολούθησαν, όταν λύθηκε το πολιτειακό ζήτημα με το δημοψήφισμα του 1974. Προφανώς και μια άψογη δημοκρατία δεν αποδίδει τιμές σε μια βασιλευόμενη δημοκρατία, η οποία έχει αντικειμενική ευθύνη για την εκτροπή του πολιτεύματός μας σε δικτατορικό πριν από δεκαετίες. Αντικειμενική ευθύνη, βεβαίως, μαζί με τμήμα του πολιτικού κόσμου, το οποίο ακουσίως έστρωσε στην πραγματικότητα το χαλί στους συνταγματάρχες για να επέμβουν. Δεν είναι της στιγμής να μιλήσουμε για τις ευθύνες του Γεωργίου Παπανδρέου, του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για όλα όσα συνέβησαν τότε.
Ηταν όμως τόσο άψογη η δημοκρατία μας στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ώστε σήμερα να θέτει με αξιοπιστία το ζήτημα αν πρέπει να αποδοθούν τιμές αρχηγού κράτους ή όχι στον τέως βασιλέα Κωνσταντίνο; Εάν η δημοκρατία δολοφονήθηκε στις συνθήκες ελευθερίας επί βασιλευομένης το 1967, προστατεύεται σήμερα από τους θεσμούς και από τα πρόσωπα που ηγούνται αυτής ώστε να μη βρεθεί στην ίδια θέση; Ή μήπως δολοφονείται, αν δεν αυτοχειριάζεται και πάλι, σε συνθήκες ασυδοσίας και ελευθερίας;
Αν η ερώτηση αφορά τις περιόδους διακυβέρνησης της χώρας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Κώστα Καραμανλή, τον Αντώνη Σαμαρά, προφανώς η δημοκρατία, κατά το μάλλον ή ήττον, αναλόγως ηγεσίας, προστατεύτηκε. Αλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο. Προστατεύτηκε, όμως.
Αλλά, αν ανοίξουμε τη συζήτηση για το τι έγινε επί Κώστα Σημίτη, όταν η δοτή διαπλοκή, χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση, κάθισε στην καρέκλα του πρωθυπουργού και ανέλαβε τα ηνία της χώρας, για το τι έγινε επί Γιώργου Παπανδρέου, όταν με το Μνημόνιο η Βουλή των Ελλήνων, το κατεξοχήν όργανο της λαϊκής κυριαρχίας, επικύρωνε αποφάσεις των δανειστών και παρέδωσε την εξουσία της σε ξένα κέντρα, για το τι έγινε επί Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος κουρέλιασε τον θεσμό του δημοψηφίσματος, μετατρέποντας το «όχι» σε «ναι» σε μια νύχτα, και για το τι γίνεται σήμερα, όταν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκαλεί αναρμοδίως, ως μη όφειλε, συσκέψεις για τη Δικαιοσύνη και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου απαγορεύει σε πρόεδρο Ανεξάρτητης Αρχής να αναζητήσει την αλήθεια για την κατάλυση του πολιτεύματος με τις υποκλοπές, τότε η απάντηση είναι εντελώς διαφορετική.
Προφανώς αυτή η τυπικά άψογη, στην ουσία όμως ασύδοτη, δημοκρατία δεν έχει δικαίωμα να θέτει τέτοιου είδους ερωτήματα, ακόμα κι αν αυτά αφορούν την κηδεία ενός ανθρώπου επί των ημερών του οποίου κατελύθη η δημοκρατία.
Δυστυχώς αυτό που ζούμε στην πατρίδα μας τα τελευταία χρόνια απέχει πάρα πολύ από το να είναι η άψογη δημοκρατία που δεν δέχεται μύγα στο σπαθί της και μπορεί να ηθικολογεί απέναντι στον αρχηγό του πολιτεύματος το οποίο διαδέχθηκε το 1974. Αν προσέξουμε μάλιστα λίγο καλύτερα τι συμβαίνει, θα διαπιστώσουμε το εξής: Η προεδρευόμενη δημοκρατία σήμερα διαπράττει τα ίδια λάθη που έκανε η βασιλευόμενη δημοκρατία στη δεκαετία του 1960 και οδήγησε τη χώρα μας την εκτροπή και τη δικτατορία. Λάθη που οδήγησαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να αυτοεξοριστεί στο Παρίσι το 1963, προκειμένου να μη χρεωθεί τις ευθύνες για την εκτροπή που μετά βεβαιότητος έβλεπε να έρχεται.
Πριν λοιπόν θέσουμε το ερώτημα αν πρέπει να αποδοθούν τιμές αρχηγού κράτους στον Κωνσταντίνο, ας κάνουμε μια σύγκριση του τι συνέβη τότε, με την ευθύνη του παλατιού και του πολιτικού κόσμου, με το τι συμβαίνει σήμερα, με την αρχηγό που εδρεύει-διαμένει στο παλάτι, με την κυβέρνηση, με την αξιωματική αντιπολίτευση, με τις Ενοπλες Δυνάμεις, με τη Δικαιοσύνη και με τα μέσα ενημέρωσης. Ολοι τους, όπως το 1965, έχουν καταστεί μέρος του προβλήματος.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι τόσο κατώτερη των περιστάσεων, ώστε οι πολίτες σκέφτονται «αν είναι αυτή η προεδρευόμενη δημοκρατία, τότε νοσταλγούμε τη βασιλευόμενη!».
Η κυβέρνηση έχει εγκλωβίσει τον εαυτό της και τη χώρα από τον περασμένο Αύγουστο σε ένα σκάνδαλο παρακολουθήσεων 14 μελών του υπουργικού συμβουλίου, πολιτικών αρχηγών, του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων, εκατοντάδων άλλων πολιτών, από το οποίο προσπαθεί με κάθε τρόπο να ξεφύγει. Με διαρκή «όχι». «Οχι» στην κατάθεση μαρτύρων στην εξεταστική επιτροπή, «όχι» στην άρση του απορρήτου, «όχι» στην αποκάλυψη της αλήθειας με την απειλή 10ετούς φυλάκισης, «όχι» στην εκ των υστέρων ενημέρωση των θυμάτων παρακολούθησης, «όχι» στη διάθεση στοιχείων στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, «όχι»… «όχι»… «όχι».
Και σε αυτά τα «όχι» ενεπλάκη από προχθές και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Ο οποίος είπε «όχι» σε μια Ανεξάρτητη Αρχή που διερευνά την υπόθεση. Η αντιπολίτευση από την πλευρά της βρήκε τον μήνα που θα θρέψει τους εννέα, θα σκεπάσει την ανικανότητά της να αρθρώσει πειστική εναλλακτική λύση για την εξουσία και επενδύει διαρκώς στην υπόθεση της παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών. Ο δε αρχηγός της επιχείρησε προχθές να παραστήσει τον ήρωα, καλώντας τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με τη φράση «ελάτε να με συλλάβετε». Οπως έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν στρατιωτικοί της δικτατορίας εισέβαλαν στο σπίτι στο Καστρί και έβαλαν το περίστροφο στον κρόταφο του Γιώργου Παπανδρέου. «Ελάτε να με συλλάβετε» είχε πει ο κρυπτόμενος στο πλυσταριό Ανδρέας, και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης φαντασιώνεται ότι μπορεί να τον υποδυθεί!
Αν τα πράγματα δεν ήταν τόσο σοβαρά, θα ήταν εντελώς κωμικά. Αλλά είναι σοβαρά. Πολύ σοβαρά. Η καλύτερη τιμή που μπορεί λοιπόν η τρέχουσα ηγεσία της χώρας να αποδίδει στη δημοκρατία, ώστε να είναι πειστική όταν αρνείται τις τιμές στη βασιλεία, είναι να προστατεύει με τη δράση της το πολίτευμα και τους θεσμούς. Μόνο τότε έχει το ηθικό έρεισμα να κουνά το δάχτυλο ακόμα και στα παιδιά και τα εγγόνια του βασιλέως Κωνσταντίνου, και να τους λέει ότι «εσάς δεν σας πρέπουν τιμές». Αν δεν επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη. Μα, κάνει τόσα λάθη καθημερινά, ώστε με την απόσταση του χρόνου που μας χωρίζει από τα δραματικά γεγονότα της δεκαετίας του ’60 σε λίγο οι νεότερες γενιές που δεν έζησαν όσα συνέβησαν στον τόπο τότε θα χρεώνουν στη δημοκρατία επί δέκα όσα έκαναν η βασιλεία και ο πολιτικός κόσμος μαζί την περίοδο εκείνη. Και αυτό τον κίνδυνο, από ό,τι φαίνεται, η δημοκρατία δεν τον καταλαβαίνει. Αντιθέτως, πορεύεται καθημερινά ανέμελη.
Με την ψευδαίσθηση της ισχύος που δίνει σε κάποιον η εντύπωση ότι ηγείται συστήματος εξουσίας που περιλαμβάνει την αρχηγό του κράτους, τον εαυτό του και την κυβέρνησή του, τη Δικαιοσύνη, τις μυστικές υπηρεσίες και τα μέσα ενημέρωσης. Ενώ ανοίγει σταδιακά και ύπουλα κάτω από τα πόδια του ένα ρήγμα μεγαλύτερο και από αυτό που εντόπισαν έκπληκτοι οι σεισμολόγοι στα Ψαχνά της Εύβοιας. Το ερώτημα, λοιπόν, «σε ποιον ανήκουν οι τιμές;» δεν απαντάται μόνο με όρους παρελθόντος. Το «σε ποιον ανήκουν οι τιμές;» απαντάται και με όρους παρόντος. Δυστυχώς, η απάντηση είναι δυσάρεστη: Αυτή η ασύδοτη δημοκρατία δεν έχει δικαίωμα να αποφασίζει σε ποιον ανήκουν οι τιμές.