Το μέγα πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ως λαός ακόμη και στον 21ο αιώνα είναι ότι αρνούμαστε να συμφιλιωθούμε με την Ιστορία μας.
Οσο δύσκολο είναι για τη Δεξιά να παραδεχθεί ότι, μετά το παλλαϊκό έπος του 1940, οι αριστεροί ήταν αυτοί που πήραν τα όπλα και ανέβηκαν στο βουνό για να αντισταθούν στη γερμανική κατοχή, ασχέτως του τι ακολούθησε μετά (ενώ ο αστικός πολιτικός και στρατιωτικός κόσμος, με την εξαίρεση του Ζέρβα, του συνταγματάρχη Ψαρρού, του Τσιγάντε, της Λέλας Καραγιάννη και της Σύλβιας Ιωαννίδου, κατέφυγε σύσσωμος στον Λίβανο), άλλο τόσο δύσκολο είναι και για την Αριστερά να αποδεχθεί το εξής: Η βασιλεία και ο Στρατός ήταν οι καταλύτες που προστάτευσαν το δημοκρατικό πολίτευμα σε ιδιαιτέρως κρίσιμες στιγμές για το Εθνος, καθ’ όλη τη διάρκεια της Ιστορίας μας.
Ο,τι συνέβη το 1967 δεν είναι δυνατόν να αναιρέσει την ιστορική πραγματικότητα. Η βασιλεία και ο Στρατός ήταν επίσης οι εγγυητές της παραμονής της Ελλάδος στον ελεύθερο κόσμο της Δύσης. Χωρίς αυτούς δεν θα είχαμε μείνει στη σωστή πλευρά της Ιστορίας, την οποία επιλέγουν σήμερα ακόμη και ο σοσιαλισμός του ΠΑΣΟΚ και η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Οι κάποτε οπαδοί του Τρίτου Δρόμου.
Και οι μεν και οι δε, λοιπόν, με την κεκτημένη ταχύτητα της μεταπολιτευτικής ανάγνωσης και ερμηνείας των γεγονότων, προσεγγίζουν κάθε φορά ένα γεγονός που μας βγάζει από τη λήθη με οδηγό τα παλαιά ιδιώματα και μόνον. Ενώ ο σύγχρονος κόσμος τρέχει ιλιγγιωδώς και, όπου χρειάζεται, αναθεωρεί.
Η Δεξιά, που διαρκώς ζητά συγγνώμη επειδή δεν είναι Αριστερά, έδρασε και πάλι προχθές με αφορμή την απώλεια του βασιλέως Κωνσταντίνου. Οχι μόνο αρνήθηκε ότι το κράτος μας έχει θεσμική και ιστορική συνέχεια και αρνήθηκε την απόδοση τιμών αρχηγού κράτους (μήπως να καταργήσουμε τα εν ισχύ βασιλικά νομοθετικά διατάγματα;), αλλά έφθασε, φιλελεύθερη ούσα, να απαγορεύσει, παρακαλώ, το λαϊκό προσκύνημα στη σορό του βασιλέα. Τον ύστατο αποχαιρετισμό. Αν όμως επρόκειτο για κανέναν σφαγέα του Εμφυλίου, όχι απλώς θα επέτρεπε το προσκύνημα, αλλά θα έδιδε το «παρών» και η ίδια. Θα προσκυνούσε!
Πάμε τώρα στο ευρύτερο ιδεολογικό και το πολιτικό θέμα που προέκυψε μετά την απώλεια του Κωνσταντίνου. Θέμα που είχε προκύψει από τον καιρό που η κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μετατρέψει το Τατόι σε τόπο ιστορικής μνήμης. Πρέπει να γνωρίζει και να διδάσκεται ένας λαός την πολιτειακή και συνταγματική Ιστορία του; Εστω και αν αυτή αφορά και βασιλείς; Την απάντηση κατ’ αρχάς την είχε δώσει ο ίδιος ο λαός, πριν τη δώσουμε εμείς. Πλήθος κόσμου επισκέπτεται σταθερά από την περασμένη δεκαετία το έρημο Τατόι και τους βασιλικούς τάφους κάθε Σαββατοκύριακο, παραβιάζοντας τα συρματοπλέγματα. Ακόμη και με οργανωμένες εκδρομές.
Η βασιλεία ως θεσμός στην πατρίδα μας δεν πρέπει να αποτιμάται μόνο με βάση τα εγκληματικά λάθη μελών της οικογένειάς της, τα οποία επιχείρησε να διορθώσει -με τραγική καθυστέρηση, ανεπιτυχώς- ο Κωνσταντίνος τον Δεκέμβριο του 1967 με το αντι-πραξικόπημα. Η αποτίμησή της ως θεσμού πρέπει να είναι συνολική. Υπήρξε ο πολιτειακός καταλύτης σε ανώμαλες περιόδους της Ιστορίας μας και με τις παρεμβάσεις της έδωσε λύσεις σε πολιτικά και συνταγματικά αδιέξοδα, όπως αυτό που προέκυψε με τον θάνατο του πρωθυπουργού, στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου, το οποίο χειρίστηκε σοφά ο βασιλιάς Παύλος. Δεν θα είχε γνωρίσει η Ελλάδα τη χρυσή οκταετία ανάπτυξης με πρωθυπουργό τον «σωλήνα» Στεφανόπουλο.
Η βασιλεία συνέδεσε την ιστορία της επίσης με ιστορικές στιγμές του Εθνους μας. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν οι μόνοι που κερδίσαμε στην πραγματικότητα κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Ο βασιλιάς ανέμισε την ελληνική σημαία και παρέλαβε τη Θεσσαλονίκη μας από τον Ταχσίν πασά το 1912. Η στολή που φορούσε μάλιστα ο βασιλεύς Γεώργιος την ημέρα εκείνη σώζεται. Η βασιλεία χάρισε χρυσά μετάλλια Ολυμπιακών Αγώνων στην πατρίδα. Ο Κωνσταντίνος, ως διάδοχος, μετείχε μαζί με τους Εσκιτζόγλου και Ζαΐμη στους αγώνες ιστοπλοΐας της Ρώμης, το 1960, και ανέβηκε στην κορυφή του βάθρου, νικώντας στην κατηγορία «Ντράγκον». Ξέρουμε κανέναν άλλον γόνο, υποψήφιο αρχηγό κράτους, που να ρίσκαρε με τον εξευτελισμό της ήττας για να ανέβει στο πιο ψηλό σκαλί του βάθρου και να ακούσει τον εθνικό ύμνο της πατρίδας του;
Ο επιμελής αναγνώστης της αλληλογραφίας της βασίλισσας Αμαλίας (δίτομο έργο, εκδόσεις Εστία – παρουσιάστηκε και ως θεατρική παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά προσφάτως), του ημερολογίου του πρίγκιπα Νικολάου (εκδόσεις Φερενίκη), του ημερολογίου της κυρίας επί των τιμών της Φρειδερίκης (δίτομο, εκδόσεις Καπόν), αλλά και της τρίτομης βιογραφίας του βασιλιά Κωνσταντίνου (στον Γιώργο Μαλούχο) θα ανακαλύψει πολλές οδυνηρές αλήθειες.
Και για την πορεία του Εθνους μας και για την προσφορά, αλλά και για τα μεγάλα λάθη της βασιλικής οικογένειας. Η εθνική αυτογνωσία πρέπει να αποτελεί μείζονα στόχο κάθε κυβέρνησης και κάθε λαού. Η μήτρα πολλών άρθρων που συναντώνται στο Σύνταγμά μας ή και καθιερωμένων συνταγματικών εθίμων, όπως το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών, ευρίσκεται στο Σύνταγμα του 1952 (με τη μορφή του Συμβουλίου του Στέμματος). Οσο για τον Στρατό, και αυτός δρούσε ως καταλύτης του δημοκρατικού πολιτεύματος μέχρι οι συνταγματάρχες να αμαυρώσουν τη φήμη του.
Ο Στρατός και ο Σύνδεσμος «Νικόλαος Ζορμπάς» έφεραν στην εξουσία τον Ελευθέριο Βενιζέλο με πραξικόπημα. Ο Στρατός με την έγκαιρη προετοιμασία του ήταν ο θεμελιωτής του θριάμβου στο μέτωπο της Αλβανίας. Να μην το ξεχνάμε αυτό. Το στοίχημα για τη χώρα και το Εθνος μας είναι λοιπόν να αποκτήσουμε το συντομότερο δυνατόν εθνική αυτογνωσία. Η κατάκτησή της πρέπει να γίνει εθνικός μας στόχος. Η μια πλευρά να πιστώνει στην άλλη ό,τι θετικό έχει κάνει για την πατρίδα.
Η Αριστερά πρέπει να πάψει να ενοχοποιεί τις έννοιες «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια» επειδή αυτές τις αμαύρωσε η δικτατορία. Η Δεξιά πρέπει να πάψει να σκέπτεται πώς θα κολακεύει την Αριστερά για να κερδίζει τη χρυσόσκονη της αποδοχής της και να υπογραμμίζει με θάρρος την ιστορία της. Χωρίς τη λύση αυτής της εξίσωσης δεν μπορούμε να πάμε πολύ παρακάτω. Οι δαίμονες θα μας κυνηγούν και σε αυτόν τον αιώνα.