Σήμερα ο πρωθυπουργός θα δώσει συνέντευξη για την οικονομία και θα ανακοινώσει, όπως μαθαίνουμε, νέες παροχές, καθώς και μια νέα μεγάλη επένδυση στη χώρα.
Ελπίζουμε όχι σαν αυτή της Microsoft, η οποία μετά την εξαγγελία της ανακοίνωσε την απόλυση των 80 από τους 120 εργαζομένους που διατηρούσε στην Αθήνα. Θέμα που ανέδειξε, όπως μου λένε, το ΠΑΜΕ. Σωστά κάνει ο κύριος Μητσοτάκης και αρχίζει την προεκλογική εκστρατεία από αυτό, γιατί το μέλλον κρίνεται και στην τσέπη κάθε πολίτη. Οχι μόνο σε αυτήν. Όπως έδειξαν οι αντιδράσεις για την κηδεία του Κωνσταντίνου, οι οποίες έφεραν στον αφρό το αφανές κίνημα της ευπρέπειας, της αξιοπρέπειας και της ελληνοπρέπειας, κρίνονται και αλλού. Αλλά ναι, πρωτίστως στην τσέπη. Ο πρωθυπουργός άθελά του, κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στο «Πρώτο Θέμα», σε μια αποστροφή του λόγου του έδειξε το μέλλον. Το μέλλον δεν περνά μέσα από τα επιδόματα, τα οποία τόσο πολύ αγάπησε η Νέα Δημοκρατία σε αυτήν την τετραετία, Το μέλλον πέρνα μέσα από νέες σταθερές αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας, καλά αμειβόμενες. Τι είπε ο κύριος Μητσοτάκης μάλλον χωρίς να το πολυκαταλάβει; Αντιγράφω την απάντησή του για αυξήσεις σε συγκεκριμένους κλάδους:
«Δασκάλων, καθηγητών, αυτό εννοώ. Διδακτικού προσωπικού. Η αλήθεια είναι ότι ζητάμε πολλά, πάρα πολλά από τους καθηγητές μας και τους δασκάλους μας και δίνουμε λίγα. Είναι κάτι το οποίο, όσο θα έχουμε δημοσιονομικές ανάσες, θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Δηλαδή, πολλές φορές ερχόμαστε, κοιτάμε τον Προϋπολογισμό και λέμε: Δημιουργήσαμε ένα πλεόνασμα. Πού να το δώσουμε; Να κόψουμε φόρους ή να δώσουμε κάνα επίδομα; Οχι, κάποια στιγμή θα επενδύσουμε και στους ανθρώπους μας. Αρα, κάποια στιγμή ο δημοσιονομικός χώρος, τον οποίο θα δημιουργούμε, θα πρέπει να μπορεί να οδηγεί και σε αύξηση, σε καλύτερους μισθούς. Οπως οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα πρέπει να βελτιώνονται, γιατί είναι ακόμα χαμηλοί, έτσι και οι μισθοί σε κρίσιμες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να αυξάνονται, γιατί επιτελούν ένα πολύ σπουδαίο έργο».
Το προσέξατε πως απαξίωσε τις παροχές με τη φράση «κάνα επίδομα»; Δικές του οι λέξεις. Και ο ίδιος μέσα του το καταλαβαίνει, ότι πρόκειται για ελεημοσύνες που προσβάλλουν τον πολίτη και τον οδηγούν στην εξάρτησή του από το κράτος. Στην πελατειακή εξάρτηση άνευ ελπιδοφόρου ορίζοντα. Δεν είναι, λοιπόν, τα επιδόματα η λύση αν τυχόν θέλει να τα χρησιμοποιήσει για την προεκλογική εκστρατεία κατά τη λογική ότι κανένας δεν έπαθε από το τάξιμο. Γι’ αυτό, αν σχεδιάζει καμπάνια με επιταγές, καλό είναι να το ξαναμετρήσει. Οι Ελληνες μετά την απομάκρυνση από το ταμείο ουδέν σφάλμα αναγνωρίζουν και ουδέν σφάλμα συγχωρούν. Θα προσπαθήσω να συμπληρώσω την εικόνα του κυρίου πρωθυπουργού με δύο στιγμιότυπα.
Το ένα, στο αεροδρόμιο Αθηνών κατά τον έλεγχο των αποσκευών. Το δεύτερο, σε ταμείο σούπερ μάρκετ. Στο πρώτο, δύο υπάλληλοι του αερολιμένα συζητούσαν φωναχτά για το ενδεχόμενο αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ. «Αυτοί νομίζουν ότι θα μας δώσουν ένα πενηντάρικο αύξηση και ότι λύσαμε τα προβλήματά μας, ενώ μέχρι να το πάρουμε θα μας τα έχουν πάρει δίπλα και τρίδιπλα μέσα από τις αυξήσεις και τον πληθωρισμό. Και παρά ταύτα έχουν την απαίτηση να πανηγυρίσουμε κι από πάνω για την αύξηση αυτή που δεν μας φθάνει ούτε για ζήτω» έλεγε αγανακτισμένος ένας νεαρός στη συνάδελφό του κοντά στην υπηρεσία συναλλάγματος. Στο δεύτερο, πρωταγωνιστές ήταν ένας νεαρός και ένας συνταξιούχος στο ταμείο εξπρές ενός σούπερ μάρκετ. Και οι δύο κοιτάχτηκαν με νόημα στα μάτια όταν η ταμίας τούς ζήτησε από 20 ευρώ στον καθένα για μόλις τρία προϊόντα. Ταρίφα. Ο νεαρός είχε αγοράσει ξυραφάκια, έναν μικρό αφρό ξυρίσματος και ένα ψητό κοτόπουλο. «Κύριε, 19,80» του φώναξε και ο συνταξιούχος, ο οποίος τοποθέτησε στις σακούλες τα λιγοστά προϊόντα του, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «Παιδί μου, κοίτα πώς καταντήσαμε».
Αυτά, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν τα πιάνουν τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων παρά μόνο τα ποσοτικά. Υπάρχουν, όμως, σε ευρεία έκταση. Και σε μεγάλο βαθμό μαζί με τα αξιακά θέματα θα κρίνουν την αναμέτρηση. Ο κόσμος χρειάζεται χρήματα και έμπνευση. Οχι «κάνα επίδομα».