Χθες ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Τάκης Θεοδωρικάκος επισκέφθηκε τον Αρειο Πάγο και κατέθεσε μήνυση κατά ανώτατου αξιωματικού της Ελληνικής Αστυνομίας, μόλις αποστρατευθέντος, επειδή αυτός κατήγγειλε ότι πιέστηκε να θάψει υπόθεση ναρκωτικών με πρωταγωνιστή τον υιό του. (Mάλλον μηνυτήρια αναφορά κατέθεσε – μήνυση κατατίθεται μόνο στον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και στα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα, κατά το άρθρο 42 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, μου λένε.)
Πριν από μερικές εβδομάδες επισκέφθηκε τον Αρειο Πάγο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας και κάλεσε τον εισαγγελέα Ισίδωρο Ντογιάκο να πράξει παν ό,τι είναι δυνατόν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του για τη διαλεύκανση του σκανδάλου των υποκλοπών. Πριν από τον κύριο Τσίπρα, το ίδιο δρομολόγιο προς το Θέμιδος Μέλαθρον στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας είχαν ακολουθήσει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης και ο βουλευτής και τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ Χρήστος Σπίρτζης, με αφορμή τις παρακολουθήσεις των κινητών τους. Ενδιαμέσως, πρώτα η Ντόρα Μπακογιάννη και έπειτα ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου απείλησαν με δεκαετή κάθειρξη τον πρόεδρο της Αρχής Απορρήτου Επικοινωνιών και κάθε μάρτυρα στην Εξεταστική Επιτροπή σε περίπτωση που παραβίαζε το περίφημο απόρρητο της ΕΥΠ.
Την ίδια στιγμή συνεδριάζουν δύο ειδικά δικαστήρια με κατηγορουμένους για πλημμελήματα υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την εισαγγελέα Διαφθοράς που επιχείρησε να αποκαλύψει το σκάνδαλο Novartis.
Σε όλους εμάς, τους -ας πούμε- μυημένους, η εντύπωση που σχηματίζεται είναι η χείριστη, γιατί ξέρουμε ότι σε ορισμένες υποθέσεις ζητούν τον λόγο και μετατρέπονται σε κατηγόρους οι κατεξοχήν κατηγορούμενοι. Και το καταφέρνουν αυτό γιατί το κράτος, όπως έχουμε γράψει σε πρόσφατα σημειώματά μας, είναι δι-ά-τρη-το. Αντί να προστατεύει τις αποδείξεις, καταστρέφει τις αποδείξεις – αν δεν τις κακομεταχειρίζεται και αν δεν τις αφήνει αναξιοποίητες, όπως συνέβη στη δίκη για την Greek Mafia, στην οποία αθωώθηκαν 17 απόστρατοι αστυνομικοί (καθώς η ΕΛ.ΑΣ. στάθηκε ανίκανη να μετατρέψει σε αποδεικτικό υλικό τα στοιχεία από τις επισυνδέσεις της ΕΥΠ). Και αν δεν μπορούν να καταστραφούν οι αποδείξεις, υπάρχει μια ακόμη δοκιμασμένη μέθοδος: Παθαίνουν… αμνησία ενώπιον του δικαστηρίου τα όργανα που έκαναν τις συλλήψεις.
Πλήρης διάβρωση
Είναι πράγματι ενοχλητικό να παρακολουθείς πολιτικά λαμόγια να κουνάνε το δάχτυλο στην κοινωνία, ζητώντας την αποκατάσταση της τιμής τους, αντί να σκύβουν το κεφάλι, να κρύβονται σε καμιά σπηλιά και να ξεκουμπίζονται από τον δημόσιο βίο. Αυτά βλέπουμε εμείς οι -ας πούμε- μυημένοι. Ο πολύς κόσμος όμως, που δίνει καθημερινώς τη μάχη για τον άρτον τον επιούσιον και δεν έχει χρόνο για εμβριθείς αναλύσεις εις βάθος, σκέφτεται αλλιώς. Αθροίζοντας όλες τις εικόνες που σας περιέγραψα ως άνω, με τους πολιτικούς να διεκδικούν την αποκατάσταση της τρωθείσας τιμής τους στα δικαστήρια, άγεται ανέτως και ακόπως σε ένα απλό, απλούστατο συμπέρασμα: Η πολιτική στον αιώνα μας από αποστολή εκπλήρωσης του δημόσιου συμφέροντος διολίσθησε σε κάτι εντελώς άλλο – σε υπόθεση του κοινού ποινικού δικαίου. Η πολιτική είναι πλέον κατά βάση υπόθεση του κοινού ποινικού δικαίου. Η πολιτική ποινικοποιείται αφ’ εαυτής. Και, το χειρότερο, βάζει τη Δικαιοσύνη στη μέση για να την καθαρίσει από τις βρομιές της και να την παραδώσει άσπιλη και αμόλυντη στην κοινωνία. Ενώ δουλειά της Δικαιοσύνης δεν είναι να ξεπλένει την πολιτική, αλλά να εφαρμόζει τον νόμο.
Το ακόμη πιο ενδιαφέρον συμπέρασμα είναι ότι η αλυσίδα του συστήματος, το οποίο έχει ως αποστολή τον δεκασμό των διεφθαρμένων σε περίπτωση παραβίασης του νόμου, έχει διαβρωθεί πλήρως και στα τρία στάδιά του: και στη διοίκηση (ανακριτικά όργανα) και στο Κοινοβούλιο και στη Δικαιοσύνη. Οι δικαστές μας, έντιμοι στη συντριπτική πλειονότητά τους, συνήθως αδυνατούν να στείλουν τους ενόχους στη φυλακή, αν και θα το ήθελαν. Είτε γιατί η (σε ανοικτή γραμμή με τη νύχτα, αλλά και με τον πολιτικό κόσμο) ΕΛ.ΑΣ. δεν προσκομίζει ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία για να καταδικάσουν επίορκους και λαμόγια είτε γιατί το Κοινοβούλιο συλλογικά νομοθετεί αμνηστεύσεις εγκλημάτων και εγκληματιών. (Η υπόθεση του Ποινικού Κώδικα είναι μια τέτοια. Συνέπραξαν στην ψήφισή του ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. – η τελευταία διά της αποχής.) Είτε γιατί η Δικαιοσύνη θέλει καμιά φορά να ευχαριστεί τους προαγωγούς της (στις προαγωγές για τις ανώτατες θέσεις).
Οταν λοιπόν όλοι οι δρόμοι για την καταδίκη των διεφθαρμένων είναι κλειστοί, ενώ οι δρόμοι για την καταδίκη των αδιάφθορων είναι ανοικτοί και, όταν ο κόσμος νιώθει ότι δεν έχει πού να ακουμπήσει, ούτε στην ΕΛ.ΑΣ. ούτε στη Δικαιοσύνη ούτε στο Κοινοβούλιο, τότε θα έρθει ο καιρός που ο κόσμος θα πάει ένα βήμα παρακάτω. Από εκεί που προσεγγίζει την πολιτική ως μια βρόμικη υπόθεση του κοινού ποινικού δικαίου, στο μέτρο που η διαφθορά εμποδίζει την ανάκτηση των εισοδημάτων του, θα αλλάξει πίστα και θα κάνει νέα πράγματα.
Χθες επέκρινα την αντιπολίτευση για την αποχή της από τις ψηφοφορίες της Βουλής ως προσβολή στον κοινοβουλευτισμό και διατύπωσα την εκτίμηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα χάσει ψήφους στο Κέντρο. Η δε μονίμως στον κόσμο της Ν.Δ. κατηγόρησε ανοήτως τον κύριο Τσίπρα για «τραμπισμό», αγνοώντας πόσο δημοφιλής είναι στους εν Ελλάδι αντισυστημικούς ψηφοφόρους ο Τραμπ.
Η σκέψη αλλάζει
Σήμερα, με αφορμή όσα συνέβησαν και χθες, κάνω δεύτερες σκέψεις. Εμείς οι έξυπνοι «αστοί» θεωρούμε την αποχή του ΣΥΡΙΖΑ από τις ψηφοφορίες ως προσβολή στον κοινοβουλευτισμό, έχοντας δεδομένο ότι ο κοινοβουλευτισμός είναι πολύ ψηλά στην εκτίμηση των πολιτών. Δεν είμαστε στο 1974 όμως, ζούμε στο 2023. Δεδομένης της χαμηλότατης εκτίμησης που έχουν ο κοινοβουλευτισμός και τα κόμματα στη σκέψη των Ελλήνων, κάτι που αποτυπώνεται στο μηνιαίο Ευρωβαρόμετρο των Βρυξελλών (τελευταίος από το τέλος), ανατριχιάζω με την ιδέα τού τι θα συμβεί αν ο Τσίπρας αποχωρήσει ολικώς από το Κοινοβούλιο, όχι μόνο από τις ψηφοφορίες του (ακόμη χειρότερα, αν παραιτηθεί ομαδικώς η Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ από τις έδρες της), συσπειρώνοντας όλες τις διάσπαρτες αντισυστημικές δυνάμεις του πολιτικού φάσματος από την Αριστερά και την Ακρα Αριστερά έως και την Ακροδεξιά. Πρέπει όλοι να καταλάβουμε ότι η σκέψη αλλάζει. Επρεπε να το είχαμε καταλάβει από τη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στον βασιλέα.
Ακόμη και εμείς, που διεκδικούμε τη διαφώτιση, χάνουμε «τεύχη». Τα πράγματα δεν είναι απλά, λοιπόν. Η πολιτική δεν πρέπει να είναι ούτε υπόθεση ποινικού δικαίου ούτε πρωθυπουργικές ασκήσεις εγωισμού, του τύπου «κρατάμε έναν υπουργό στη θέση του για να μην περάσει η απαίτηση ενός επιχειρηματία». Είναι κάτι πολύ παραπάνω. Aπιαστο για το τρέχον πολιτικό σύστημα σήμερα, αλλά και για εμάς στα ΜΜΕ, υπό τις περιστάσεις.