Μέρος Α:
Αμνήστευση έναντι… οικονομικής βοήθειας
Δεν νομίζω ότι είναι καθόλου τυχαίο που στη νεότερη Ιστορία αυτού του τόπου δεν υπήρξε ποτέ «φιλογερμανικό» πολιτικό κόμμα. Το γεγονός προδίδει άλλωστε και τα αισθήματα του ελληνικού λαού.
- Από τον Γιώργο Χαρβαλιά
Υπήρξαν όμως και υπάρχουν φιλογερμανοί πολιτικοί. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι περισσότεροι από δαύτους ανέκυψαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή από τους ναζί, που κατέστρεψε την πατρίδα μας. Παράξενο; Ίσως και όχι, αν συνυπολογίσει κανείς την εγγενή οσφυοκαμψία των Ελλήνων πολιτικών τις τελευταίες δεκαετίες, που κορυφώθηκε στο διάστημα της Μεταπολίτευσης.
Η γερμανική διείσδυση έγινε με μια ιδιότυπη τακτική «μαστιγίου και καρότου», διακρατικού εκβιασμού και ταυτόχρονου εκμαυλισμού κυβερνήσεων και κοινοβουλευτικών ανδρών από τους Χριστοφοράκους της εποχής. Απώτερος στόχος εκείνης της περιόδου, βεβαίως, δεν ήταν να… διασφαλιστούν τα χρήματα του Γερμανού φορολογούμενου, αλλά να ξεχαστούν οι εντυπώσεις από τα ναζιστικά εγκλήματα, κυρίως όμως να ακυρωθούν οι συνέπειές τους σε οικονομικό και διεθνές νομικό επίπεδο, ώστε να μην μπορούν να εγερθούν αξιώσεις αποκατάστασης.
Δωροδοκώντας ή εκβιάζοντας πρόσωπα-κλειδιά σε κυβερνήσεις και οικονομικές ελίτ χωρών που υπέστησαν καταστροφές από τη ναζιστική λαίλαπα, οι γερμανικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις κατάφεραν να πετύχουν τη συλλογική τους αμνήστευση για να μην μπουν στην ανάγκη να αποκαταστήσουν τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα της θηριωδίας τους.
Ελάχιστα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου η «κατεστραμμένη» Γερμανία, που είχε ξανασταθεί στα πόδια της διαθέτοντας αστείρευτα παραγωγικά αποθέματα, αντάλλασσε δάνεια και πάσης φύσεως «υλικοτεχνική βοήθεια» με ασυλία στους εγκληματίες πολέμου.
Οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις, με τη σειρά τους, ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσήμου, είχαν ίσως την πιο ενδοτική στάση απέναντι στις απαράδεκτες γερμανικές απαιτήσεις. Οπως αναφέρει στο εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του ο ερευνητής Δημήτρης Κ. Αποστολόπουλος («Καθημερινή», 26/7/2015): «Η δίωξη Γερμανών που ήταν υπεύθυνοι για σκληρά αντίποινα και απάνθρωπα εγκλήματα απέναντι στον ελληνικό λαό κατά τη διάρκεια της Κατοχής αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα κεφάλαια της Ιστορίας της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Οι ένοχοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν τιμωρήθηκαν για τις πράξεις τους».
Ήδη από το 1950 η κυβέρνηση του Κόνραντ Αντενάουερ δεν δίστασε να απαιτήσει ως αντιστάθμισμα για την προοπτική ανάπτυξης των ελληνογερμανικών σχέσεων την αποφυλάκιση ενός διαβόητου Γερμανού ναζί, του στρατηγού Αντρέ (στρατιωτικός διοικητής Κρήτης), όπως και ενός διαβόητου κατασκόπου, του Αρθουρ Ζάιτς, που είχε καταδικαστεί από ελληνικό στρατοδικείο. Και τα δύο αιτήματα που διατυπώθηκαν επισήμως με επιστολή προς τον τότε αντιπρόεδρο και υπουργό Εσωτερικών Γεώργιο Παπανδρέου έγιναν ασμένως δεκτά. (Δημοσθένη Κούκουνα: «Η υπόθεση Μέρτεν», σελ. 20.)
Το 1952 (με τον νόμο 2058) η ελληνική Δικαιοσύνη είχε ήδη στείλει περίπου 200 σχετικές υποθέσεις στις γερμανικές Αρχές για περαιτέρω δίωξη, χωρίς ορατό αποτέλεσμα. Τον Δεκέμβριο του 1954 η Αθήνα πρότεινε να παραπέμψει ακόμη 250 υποθέσεις, όμως η Βόνη, που ήθελε να κλείσει το ζήτημα άρον άρον και χωρίς δικές της δικαστικές ενέργειες, απέρριψε την πρόταση, με το πρόσχημα ότι θα… επιβάρυνε τη γερμανική δικαιοσύνη.
Η κατηφόρα συνεχίστηκε λίγα χρόνια αργότερα, όταν η κυβέρνηση Καραμανλή δέχτηκε στην ουσία τη συλλογική αμνήστευση Γερμανών εγκληματιών πολέμου, ανταλλάσσοντάς τη με ένα δάνειο 200.00.000 μάρκων και «υλικοτεχνική βοήθεια». Το 1959 η ελληνική κυβέρνηση, υπό το κράτος πανικού από τους εκβιασμούς των Γερμανών, έφερε στη Βουλή Νομοθετικό Διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο αναστελλόταν «αυτοδικαίως και χωρίς να απαιτείται απόφασις τις δικαστηρίου, πάσα διώξις Γερμανών υπηκόων, φερομένων ως εγκληματιών πολέμου».
Υπήρξαν τότε απίθανες δηλώσεις Ελλήνων πολιτικών, όπως του υπουργού Δικαιοσύνης Κωσταντίνου Καλλία, που απέδωσε την εκτρωματική νομοθετική ρύθμιση στην ανάγκη «να παραμεριστούν τα εμπόδια διά την ανάπτυξιν των σχέσεών μας με την Δυτική Γερμανία» ή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ο οποίος από το βήμα της βουλής είπε το αμίμητο: «Κατέχομαι υπό βαθείας ευλαβείας έναντι των θυμάτων των Καλαβρύτων, αλλά αι σφαγαί εκεί προεκλήθησαν ως αντίποινα διά φόνους Γερμανών και μάλιστα αιχμαλώτων»! (Σπύρος Λιναρδάτος, «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», τομ. Γ’, 1955-61, σελ. 483.)
Όμως αυτό που ξεπερνά κάθε φαντασία ήταν το θράσος των Γερμανών ναζί και ειδικότερα των σφαγέων να επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος σαν μη συμβαίνει τίποτα. Οι ηττημένοι με τον αέρα του νικητή, αλαζόνες και προκλητικοί, να κουνούν το δάχτυλο στα θύματά τους.
Δύο τέτοιες περιπτώσεις συγκλόνισαν το πανελλήνιο και αντιμετωπίστηκαν ενδοτικά από τις ελληνικές κυβερνήσεις. Θεωρώ χρέος να τις υπενθυμίσω, γιατί έχουν πολλά κοινά στοιχεία με το σημερινό θράσος του Βερολίνου και την απαίτηση να προστατεύονται οι άνθρωποί του, όπως ο Χριστοφοράκος.
■ Την επόμενη Κυριακή: Ο Χασάπης της Θεσσαλονίκης και η συκοφάντηση του Καραμανλή μέσω του «έγκυρου» «Σπίγκελ».