Το 1999, μετά τον καταστροφικό σεισμό στην περιοχή της Βιθυνίας, ξεκίνησε μια διαδικασία προσέγγισης της Ελλάδας με την Κύπρο, που ονομάστηκε «διπλωματία των σεισμών».
Το 2023, και πάλι ύστερα από έναν καταστροφικό σεισμό που έπληξε τις ιστορικές περιοχές της Κιλικίας και της Μεσοποταμίας, υπάρχουν κινήσεις που οδηγούν στην επανάληψη του διπλωματικού εγχειρήματος του 1999.
Μόνο που τη φορά αυτή η κατάσταση που επικρατεί είναι αρκετά διαφορετική. Τότε Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες είχαν ένα σχέδιο προσέλκυσης ή, για την ακρίβεια, εφελκυσμού της Τουρκίας προς τη Δύση και ο σεισμός χρησιμοποιήθηκε ως μια «ευκαιρία» για την υλοποίηση αυτού του σκοπού. Τότε η προσέγγιση της Ελλάδας με την Τουρκία διευκολύνθηκε από αυτήν την τάση, λειτουργώντας στην ουσία συμπληρωματικά. Επίσης τότε υπήρχαν ισχυρές τάσεις και μέσα στην Τουρκία, που υποστήριζαν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας.
Τότε ο στόχος του ευρωπαϊκού προσανατολισμού επιτεύχθηκε, η Τουρκία έστω και μετ’ εμποδίων υπέγραψε τη Συμφωνία του Ελσίνκι, με την οποία έλαβε καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας, ενώ η ελληνική πλευρά, ως αποτέλεσμα και της «διπλωματίας των σεισμών», δεν έθεσε βέτο.
Η Ελλάδα, με την κίνησή της εκείνη φιλοδοξούσε να καταστήσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με την Τουρκία «ευρωπαϊκά». Εχουν ειπωθεί και έχουν γραφτεί πολλά για τη συγκεκριμένη στρατηγική, πάντως, όπως απέδειξε η ίδια η Ιστορία, ούτε οι Βρυξέλλες είχαν τη βούληση αλλά και την οργανωτική δομή για να πειθαναγκάσουν την Τουρκία, ούτε η γραφειοκρατία της Αγκυρας είχε σκοπό να «θυσιάσει» τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας για να κάνει μερικά βήματα προς τις Βρυξέλλες.
Ας δούμε όμως τι επιχειρείται τώρα, με το τηλεφώνημα του κ. Μητσοτάκη προς τον κ. Ερντογάν και τον εναγκαλισμό Δένδια – Τσαβούσογλου. Κατ’ αρχάς δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει κάποια στρατηγική ή απλώς η Αθήνα εξυπηρετεί και πάλι σκοπούς της Δύσης.
Πάντως τώρα η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική, τουλάχιστον όσον αφορά την Τουρκία. Τότε, το 1999, υπήρχαν ισχυρές τάσεις και στις Βρυξέλλες και στην Αγκυρα που στήριζαν την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Τώρα, το 2023, είναι ζήτημα αν υπάρχουν γραφειοκράτες στις Βρυξέλλες ή ηγέτες στην Ε.Ε. που πιστεύουν ότι η Τουρκία έχει θέση στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Η Τουρκία του Ερντογάν έχει πάρει τον δικό της ιδιαίτερο δρόμο, μιας χώρας που έχει ως «όραμα» να ηγηθεί του μουσουλμανικού και του λεγόμενου τουρκικού κόσμου, να εκμεταλλευθεί τις πλουτοπαραγωγικές πηγές των κρατών αυτών και να γίνει παγκόσμια οικονομική και πολιτική δύναμη. Και αυτή η Τουρκία δεν «χωράει» στην Ευρώπη.
Με μια τέτοια Τουρκία θα ήταν πολιτικά ανόητο αν όχι αυτοκτονικό να αποπειραθεί να κανείς να επαναλάβει το ούτως ή άλλως αποτυχημένο, όπως αποδείχτηκε, εγχείρημα του 1999.
Επίσης θα ήταν πολιτικά ανόητο να θεωρήσει κανείς ότι η Τουρκία, επειδή της στείλαμε βοήθεια ή επειδή θα εισέλθει σε μια περίοδο σχετικής αδυναμίας, θα αναθεωρήσει τους κεντρικούς στόχους της εξωτερικής της πολιτικής στο Κυπριακό, στο Λυβικό, στο Αιγαίο και στη Θράκη.
Θα ήταν πολιτικά ανόητο να περιμένει κανείς η Τουρκία να αποσύρει τα στρατεύματα κατοχής και να σταματήσει τις ενέργειες για το άνοιγμα των Βαρωσίων. Μάλιστα, «πριν αλέκτορα φωνήσαι…», ο Τατάρ δήλωσε προχθές ότι οι ενέργειες για το άνοιγμα των Βαρωσίων θα συνεχιστούν «κανονικά»:
Θα ήταν πολιτικά ανόητο να περιμένει κανείς ότι η Τουρκία θα καταργήσει το τουρκολυβικό μνημόνιο, που αν εφαρμοστεί de facto θα είναι η ταφόπλακα του Αιγαίου, αφού αν η Τουρκία επιβάλει στο πεδίο την άποψή της ότι η Κρήτη δεν έχει ΑΟΖ και υφαληκρηπίδα πέραν των 6 ν.μ. που είναι τα χωρικά της ύδατα, αυτό θα αποτελέσει «οδηγό» για το Αιγαίο, δηλαδή για τα όρια που έχει καθορίσει αυτοβούλως ότι εκτείνεται η «Γαλάζια Πατρίδα», την οποία επίσης θα ήταν πολιτική ανοησία να περιμένει κάποιος ότι θα την ακυρώσει αυτοβούλως.
Αρα, ποιος είναι ο στρατηγικός σχεδιασμός της Αθήνας μετά τον σεισμό, το τηλεφώνημα Μητσοτάκη σε Ερντογάν και τους εναγκαλισμούς Δένδια – Τσαβούσογλου, από τους οποίους, μάλιστα, συγκινήθηκε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ;
Πάντως, το βέβαιο είναι ότι η Τουρκία έχει εισέλθει ήδη σε έναν κύκλο εσωστρέφειας, που θα διαρκέσει αρκετά, από τρία έως πέντε χρόνια. Το μέγεθος των προβλημάτων που θα κληθεί να διαχειριστεί εκείνος που θα κερδίσει της εκλογές είναι τέτοιο που μπορεί να οδηγήσει την Τουρκία σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας.
Αυτό σημαίνει ότι η Αγκυρα αυτήν την περίοδο δεν θα μπορεί να ασκήσει την εξωτερική της πολιτική με την επιθετικότητα με την οποία το έπραττε τα τελευταία χρόνια, με εξαίρεση τα ενεργειακά της Αν. Μεσογείου και της Λιβύης, τα οποία θα τα διεκδικήσει ως ένα μέσο που θα τη βοηθήσει να βγει από την κρίση.
Η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους σ’ αυτά τα νέα δεδομένα, χωρίς να παρασυρθούν στα λάθη του παρελθόντος. Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα ενισχύει τις Ενοπλες Δυνάμεις της και αυξάνει την αποτρεπτική της ισχύ. Επίσης, είναι αλήθεια ότι οι συμμαχίες που έχει υπογράψει έχουν ενισχύσει τη θέση της. Το μόνο που μένει είναι η Ελλάδα να επεξεργαστεί τη μετάβαση από το δόγμα του κατευνασμού στο δόγμα της αποτροπής. Και αυτή η περίοδος των τριών πέντε ετών προσφέρεται.
Ας προχωρήσουμε, αφού η αποτροπή είναι η μόνη που μπορεί να αποτρέψει τον πόλεμο, τον οποίον έφερε στην πόρτα μας ο κατευνασμός.