Τα εποχικά ρεπορτάζ στις τηλεοράσεις ίσως να είναι εξίσου αηδιαστικά με τα χιλιοχρησιμοποιημένα ηλιέλαια όπου τηγανίζονται ανηλεώς, σαν καταδικασμένες ψυχές στην Κόλαση, τα αβοήθητα κατεψυγμένα καλαμαράκια, οι προϊστορικές σουπιές και οι προκατακλυσμιαίοι φουκαριάρηδες μοσχιοί, που μοσχοπουλιούνται… μεταμφιεσμένοι από επιτήδειους κάπελες σε χταπόδια. Οι επιθυμούντες να «ξεφαντώσουν» με το στανιό στην έναρξη της Σαρακοστής ποθούν κάθε θαλασσινό κατιμά, όπως οι μεθυσμένοι καρναβαλιστές και οι καρναβαλίστριες τους φτιασιδωμένους εφιάλτες που κουνιούνται λάγνα στα καρναβάλια της παρακμής.
Οι ηλιοκαμένοι, μπαϊλντισμένοι και γερασμένοι πριν από την ώρα τους μαρκουτσοφόροι περιφέρονται ανάμεσα σε τραπέζια εστιατορίων αλλά και σεντόνια και ψάθες στα χιλιοκατουρημένα από σκύλους ψωραλέα άλση των άστεων και υποβάλλουν κάθε χρόνο τις ίδιες πανιβλακώδεις ερωτήσεις: «Γλεντάμε; Γλεντάμε; Πετάξαμε αετό φέτος; Φυσάει; Φυσάει; Ολη η οικογένεια εδώ; Τα θαλασσινά δικά σας ή τα αγοράσατε; Να δοκιμάσουμε λίγο ταραμά;». Το επιτηδευμένο χαμόγελο πιο αναγουλιαστικό και από τα κλισέ της τηλοψίας και από την υπόξινη οσμή από τα τουρσιά και τα μαγειρεμένα μαλάκια.
Οι «μάγειροι» στα γραφικά ταβερνάκια βασανίζουν στα κατάμαυρα τηγάνια και τις καρβουνόχρωμες ψησταριές τις ημιδιαλυμένες σάρκες των μαλακίων, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κουκουλώσουν με μπαχάρια, ξίδια, αλατοπίπερα και ρίγανες την ηλικία των «λιχουδιών» τους. Οι σερβιτόροι ισορροπούν πιατέλες και δίσκους στα χέρια τους ενώ «καντηλιάζουν» νοερά τους δύστροπους πελάτες, που πεινάνε σαν μεγάλοι λευκοί καρχαρίες και θέλουν να εξυπηρετηθούν σε μισό νανοσεκόντ αφότου κατσικωθούν στις καρέκλες τους. Ολοι θα διαμαρτύρονται για τις τιμές του χταποδιού λες και ο Χριστός εισήλθε αυτοπροαιρέτως στο πεδίο μας, στον κόσμο της φθοράς και του πόνου, για να μπακανιάζουμε νηστίσιμα μέχρι σκασμού.
Η νηστεία του καρχαρία, που αφήνει στην άκρη για ένα εικοσιτετράωρο τα παϊδάκια για να φάει θαλασσινά, έχει αρχίσει.
Την έναρξη της Σαρακοστής ίσως να ταίριαζαν περισσότερο η σιωπή, η περίσκεψη και η αποφυγή των ανοησιών, που κατά παράδοση σκεφτόμαστε και πράττουμε, παρά το ξεσάλωμα και ο αδιάκοπος θόρυβος των κυμβάλων που αλαλάζουν.