Στις 22 Φεβρουαρίου, μία ημέρα μετά την ανακοίνωση του Κώστα Καραμανλή ότι αποσύρεται από τα ψηφοδέλτια της Νέας Δημοκρατίας, προσεκλήθην στην εκπομπή του Γιώργου Παπαδάκη και της Μαρίας Αναστασοπούλου στον ΑΝΤ1. Οταν έφτασα στο Studio Κappa, ρώτησα ποιοι πολιτικοί θα ήταν στο πάνελ. Με ενημέρωσαν ότι θα έχουμε διάλογο με τον Μάκη Βορίδη, τον Ευκλείδη Τσακαλώτο και τη Σοφία Νικολάου, πρώην γενική γραμματέα Αντεγκληματικής Πολιτικής και υποψήφια με τη Νέα Δημοκρατία στον νομό Ευβοίας.
Διάβασα προτού κατέβω στο στούντιο ολόκληρο το πόρισμα του ΣΔΟΕ που αφορούσε την κυρία Νικολάου, για να είμαι πλήρως ενήμερος. Εξω από αυτό συνάντησα την υποψήφια της Νέας Δημοκρατίας, η οποία συνοδευόταν από τον σύζυγό της (πολύ το εκτίμησα αυτό) Κωνσταντίνο Δαυλό, συνάδελφο δημοσιογράφο. Ηταν συνεσταλμένη. Πιάσαμε συζήτηση για την υπόθεσή της. Με ρώτησε ποια είναι η γνώμη μου. Ηταν η εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ και η εφημερίδα «Documento» είχαν εξαπολύσει επίθεση εναντίον της, με αφορμή το γεγονός ότι επίσημο πόρισμα του ΣΔΟΕ της καταλογίζει ευθύνες για απευθείας θέσεις ύψους 2.000.000 ευρώ στην πανδημία.
Της είπα ξεκάθαρα ότι στη θέση της, αντί να δίνω μια μάχη οπισθοφυλακής σε τηλεοπτικούς σταθμούς για να υπερασπίσω την υποψηφιότητά μου, έπειτα από ένα τέτοιο επίσημο κείμενο θα ήταν προτιμότερο να λάβω την απόφαση να αποσυρθώ. Της εξήγησα πως γνωρίζω ότι δεν αποφάσιζε μόνη της και ότι ασκούσε κεντρική κυβερνητική πολιτική στον τομέα των απευθείας αναθέσεων. Χαμογέλασε, γιατί συνεννοηθήκαμε. Της εξήγησα όμως και κάτι ακόμα: Οτι όποιος γνωρίζει στοιχειωδώς τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ξέρει ότι καλύπτει τους συνεργάτες του, αλλά, αν τυχόν διαπιστώσει ότι η πολιτική ζημιά φτάνει στη δική του αυλή, τότε δεν διστάζει να τους θυσιάσει, έστω και αδίκως. Ακόμη κι αν πρόκειται για τον ανιψιό του Γρηγόρη Δημητριάδη. Ως γνωστόν, ο πρωθυπουργός δεν φταίει για…τίποτε. Μόνο οι άλλοι. Οποιος το γνωρίζει, λοιπόν, αυτό, αντί να περιμένει να τον θυσιάσουν, αποσύρεται οικειοθελώς και αξιοπρεπώς.
Δεν είμαι βέβαιος ότι της άρεσε η απάντησή μου, αλλά επειδή από κοντά η κυρία Νικολάου ήταν πιο συμπαθής απ’ όσο είναι από μακριά (το μόνο έγκλημα που διέκρινα στο βλέμμα της ήταν η… φιλοδοξία) αποφάσισα να της πω την αλήθεια. Οι πρίγκιπες γενικώς δεν επιτρέπουν σε κανέναν να τους πιέζει. Οι πρίγκιπες δεν θεωρούν ότι έχουν υποχρέωση σε κανέναν που έλαβε αποφάσεις στο όριο του νόμου και πέρα από αυτόν για χάρη τους. Πόσο μάλλον δεν επιτρέπουν σε κανέναν να σκέφτεται ότι μπορεί να τους κρατά. Ακόμα κι αν τυχόν έχει τα στοιχεία για να τους κρατά. Οι κοινοί θνητοί είναι αναλώσιμοι στην πολιτική. Αυτά που συγχωρούνται στους πρίγκιπες δεν συγχωρούνται σε μια δικηγόρο από τη Χαλκίδα.
Λάθος υπολογισμοί…
Μπήκαμε στο στούντιο χωρίς να έχω άγριες διαθέσεις απέναντι στην κυρία Νικολάου. Ωστόσο, ο χλευαστικός τρόπος με τον οποίο μιλούσε για ένα δημόσιο έγγραφο, που έφερε το εθνόσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας, ήταν μάλλον ενοχλητικός. Τη ρώτησα, με βάση τα στοιχεία που αναφέρει το πόρισμα του ΣΔΟΕ, αν πράγματι αγόραζε μάσκες για τις φυλακές σε τιμές υψηλότερες από αυτές που αγόραζε για το προσωπικό του το αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας. Το παραδέχτηκε, αλλά το απέδωσε στις… χρηματιστηριακές τιμές. Και επιτέθηκε στους υπαλλήλους τους ΣΔΟΕ.
Κάποια στιγμή τη ρώτησα αν θα σκεφτόταν να αποσύρει την υποψηφιότητά της σε περίπτωση που αντιλαμβανόταν ότι έκανε κακό στη Νέα Δημοκρατία. Μου απάντησε ότι μάλλον, εγώ σκέφτομαι ότι η παρουσία της στα ψηφοδέλτια κάνει κακό στη Νέα Δημοκρατία. Επέμεινα, υπενθυμίζοντάς της ότι η δική μου η άποψη δεν έχει καμία αξία, η απάντησή της έχει. «Μόνο αν μου το ζητήσει ο πρωθυπουργός» ήταν το σχόλιό της. Ηξερε τι έλεγε, αλλά ο υπολογισμός της ήταν κακός. «Μου κάνετε αντιπολίτευση, ε;» μου είπε χαμογελαστή μόλις πήγαμε σε διάλειμμα.
Ηρθε το αναμενόμενο…
Μετά τη συνέντευξή της και για αρκετές ημέρες η επίσημη Νέα Δημοκρατία με ανακοίνωση του γραφείου Τύπου στήριζε την κυρία Νικολάου. Το περασμένο Σάββατο, αμέσως μετά το δυστύχημα των Τεμπών και τις δραματικές εκλογικές συνέπειες που έχει στην επιρροή της Νέας Δημοκρατίας, κορυφαίο στέλεχος του κόμματος επικοινώνησε με την κυρία Νικολάου και της εξήγησε ότι τίθεται εκτός ψηφοδελτίων. Δεν μου αρέσει να είμαι μάντης κακών, προτιμώ να είμαι κακός μάντης. Αλλά έπειτα από 30 χρόνια ρεπορτάζ στο πολιτικό σφαγείο των Αθηνών και έχοντας τις στοιχειώδεις γνώσεις για τη mentalité των προσώπων, στην προκειμένη περίπτωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν είχα καμία αμφιβολία για το τι θα συνέβαινε στο τέλος της διαδρομής.
Η κυρία Νικολάου είναι η τρίτη υποψήφια στη σειρά μετά τον κύριο Πάτση και τον κύριο Χειμάρα, η οποία δεν θα περιληφθεί στα ψηφοδέλτια της Νέας Δημοκρατίας. Η περίπτωσή της διαφέρει από τους δύο βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, καθώς αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα του κρατικού αξιωματούχου που υπηρετεί τη Νέα Δημοκρατία σε στρατηγικές θέσεις, λαμβάνει δύσκολες αποφάσεις με κεντρική καθοδήγηση, αλλά στην πρώτη στραβή αδειάζεται. Οσο υπογράφεις είσαι καλός, αλλά μόλις αρχίσουν οι αποκαλύψεις δεν σε ξέρουν, δεν σε είδαν. Αυτή είναι η πολιτική. Το σχόλιο θα μπορούσε να σταματά εδώ, αλλά -όπως σημείωσα- η κυρία Νικολάου είναι ένα αυθεντικό παράδειγμα της μεθόδου της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.
Το μοντέλο διακυβέρνησης
Σχεδόν σε όλα τα υπουργεία, με εξαίρεση δύο τρία, την εξουσία την ασκούσαν τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια όχι οι διακοσμητικοί υπουργοί, αλλά οι υφυπουργοί και οι γενικοί γραμματείς, εμπιστοσύνης του Μεγάρου Μαξίμου. Ολη η πολιτική αγορά ξέρει ποιος ήταν ο πραγματικός υπουργός στο υπουργείο Υγείας τα τελευταία χρόνια. Ο υφυπουργός. Ολη η αγορά ξέρει ποιος ήταν ο πραγματικός υπουργός Δημόσιας Τάξης. Ο υφυπουργός και η γενική γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής. Ολη η αγορά ξέρει με ποιο πρόσωπο έπρεπε να συνομιλεί στο υπουργείο Μεταφορών για τις μεγάλες συμβάσεις. Με τον πανίσχυρο υφυπουργό. Τα παραδείγματα είναι ενδεικτικά και δεν αφορούν τα πρόσωπα, διότι το πρόβλημα δεν είναι τα πρόσωπα, αλλά είναι οι νοοτροπίες.
Το μοντέλο διακυβέρνησης της προηγούμενης τετραετίας ήταν ακριβώς αυτό: όλες τις αποφάσεις με μεγάλο οικονομικό αντικείμενο τις έτρεχαν υφυπουργοί και γενικοί γραμματείς, με τους υπουργούς να παρακολουθούν, παρέχοντας διά της παρουσίας τους απλώς πολιτική κάλυψη. Και όταν κάτι στράβωνε, όπως με τον διαγωνισμό για τις ταυτότητες, έσπευδε μετά το Μαξίμου να τον ακυρώσει για να μην εκτεθούν όσοι κρύβονταν πίσω από τις παρασκηνιακές διεργασίες. Στην πραγματικότητα, στο πρόσωπο της κυρίας Νικολάου και της κάθε κυρίας Νικολάου, τα οποία ήταν απλά εκτελεστικά πρόσωπα (και γι’ αυτό δικαιολογημένα νιώθει πικρία η γενική γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής που έμεινε ακάλυπτη από το Μαξίμου) απεικονίζεται η απαράδεκτη λειτουργία του επιτελικού κράτους, όπως την αντιλαμβάνεται η παρούσα κυβέρνηση. Το ιερό πρόσωπο του υπουργού, το οποίο αποτελεί -με βάση το Σύνταγμα- κεντρικό παράγοντα στη διαχείριση της εξουσίας, ακυρωνόταν με τη συναίνεσή του.
Οι εξουσίες μεταβιβάζονταν σε πρόσωπα μη εκλεγμένα και μη έχοντας τη δημοκρατική νομιμοποίηση, τα οποία με τη σειρά τους έκαναν ό,τι έπρεπε με την πεποίθηση ότι διαθέτουν ισχυρή πολιτική κάλυψη. Και κάθε φορά που τα πράγματα στράβωναν, το Μαξίμου έχει το manual της εξουσίας. Χρεώνει σε φυσικά πρόσωπα το κόστος (Νικολάου, Κοντολέων, στελέχη του ΟΣΕ), χρεώνει σε πολιτικά πρόσωπα την αντικειμενική πολιτική ευθύνη (Δημητριάδης, Καραμανλής) και παριστάνει τον ουδέτερο διαιτητή, που επιλύει τις διαφορές, χωρίς καν να έχει καμιά ευθύνη για τις παρανομίες που εντοπίζουν ανεξάρτητες Αρχές και οικονομικά σώματα. Είχα προειδοποιήσει από το 2019 ότι κάποια στιγμή αυτό το μοντέλο λειτουργίας, που βασιζόταν στην ευθεία γραμμή μεταξύ Μεγάρου Μαξίμου και υφυπουργών – γενικών γραμματέων στα υπουργεία, θα σκάσει.
Είναι βέβαιο ότι οι θιγόμενοι, λαμβάνοντας υπόψη και άλλες παραμέτρους, δεν πρόκειται να μιλήσουν και να πουν από πού λάμβαναν τις εντολές. Το μοντέλο έσκασε όμως. Ο,τι και να κάνουν, δεν γίνεται στο μέλλον να κυβερνάται με αυτό τον τρόπο η Ελλάς. Και επειδή διαβάζω στον κυριακάτικο Τύπο πανομοιότυπα σχόλια για την ακυβερνησία που θα φέρει η τυχόν αντισυστημική ψήφος στις εκλογές, ένα έχω να επισημάνω: Ακυβερνησία ήταν αυτό που συνέβαινε στα υπουργεία τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Οπου ο εκάστοτε υπουργός δεν ήταν ο κυβερνήτης του.