Το 1953 ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης ήταν 15 ετών, όταν στεφόταν βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου η Ελισάβετ. Την ημέρα της στέψης της εκείνος κατέβασε και έσκισε τη σημαία της χώρας που κατείχε την ελληνική πατρίδα του, την Κύπρο. Στις 18 Δεκεμβρίου 1956 οι Άγγλοι τον συνέλαβαν επειδή μετέφερε ένα όπλο, το οποίο μάλιστα δεν ήταν έτοιμο να χρησιμοποιηθεί.
Δικάστηκε από κατοχικό δικαστήριο και καταδικάστηκε σε θάνατο. Σχεδόν ολόκληρη η παγκόσμια κοινότητα προσπάθησε να πείσει τους Βρετανούς να μη σκοτώσουν ένα 19χρονο παλικαράκι, αλλά εκείνοι ένιωθαν πως δεν τους περίσσευε ανθρωπισμός και δίκιο, και τον κρέμασαν στις 13 Μαρτίου 1957. Εξήντα έξι χρόνια και μία μέρα πέρασαν από τη στιγμή που η τυραννία έκοβε την ανάσα ενός ανθρώπου που γεννήθηκε για να είναι και να παραμείνει Ελληνας. Δηλαδή ελεύθερος, ακόμα και όταν όλα γύρω είναι σκλαβωμένα.
Στο τελευταίο γράμμα του ο Βαγορής (το χαϊδευτικό του) έγραφε τα εξής: «Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ισως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα, πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το καθετί. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα, τι αύριο; Ολοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ωρα 7.30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί».
Ο εστεμμένος με θάνατο και πίκρα Ελληνας ήταν και πολλά υποσχόμενος ποιητής. Μια στροφή από το ποίημά του «Την Ελλάδα αγαπώ», το οποίο έχει μελοποιηθεί από τον αξέχαστο Μάριο Τόκα, έχει ως εξής: «Την Ελλάδα αγαπώ αλλά κι εσένα / μ’ έναν έρωτα μεγάλο, αληθινό, /τα γαλάζια σου τα μάτια, τα θλιμμένα, / τον καθάριο της, θυμίζουν, ουρανό».
Αυτός ήταν ο νέος εστεμμένος ήρωας, μάρτυρας και «βασιλιάς» της μοίρας του Ευαγόρας Παλληκαρίδης.