Εικαστικά, η σκηνοθεσία της συνέντευξης του Σταύρου Θεοδωράκη με τον πρωθυπουργό στο Μέγαρο Μαξίμου είχε στόχο να φιλοτεχνήσει την εικόνα του στενοχωρημένου κυβερνήτη ηγέτη, ο οποίος περίλυπος εκλήθη να μιλήσει για το δυστύχημα των Τεμπών και για τις ευαισθησίες των νέων.
Το εγχείρημα είχε όλες τις προϋποθέσεις για να επιτύχει. Τα κοντινά πλάνα του πρωθυπουργού με το τσακισμένο πρόσωπο γέμιζαν όλη την οθόνη «full screen», που λένε και οι φίλοι μας οι Αγγλοι. Το χαμηλό βλέμμα του συννεφιασμένου και μελαγχολικού κυρίου Μητσοτάκη κυριαρχούσε στους δέκτες, παρά το γεγονός ότι το πλάνο υπονομευόταν από το ανέμελο σταυροπόδι του και το πανάκριβο καλόγουστο χαλί τοίχου με το οποίο η Μαρέβα διακόσμησε το Μέγαρο Μαξίμου. Οι ψιθυριστές ερωτήσεις του Σταύρου Θεοδωράκη, που πέρασε το… ποτάμι της αξιοπιστίας (παρά την κριτική που δέχθηκε), παρέπεμπαν περίπου σε εξομολόγηση αμαρτωλού σε ιερέα.
Το «ρακόρ», που εμφάνισε τον δημοσιογράφο να αποχωρεί από το Μαξίμου μαύρα μεσάνυχτα, ενώ η συνέντευξη δόθηκε μέρα μεσημέρι, δεν ήταν απολύτως επιτυχές, αλλά υπηρετούσε την εικόνα του ακάματου εργάτη πρωθυπουργού ο οποίος παραμένει στο γραφείο του έως αργά. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, δεν ήταν ψέμα. Ο κύριος Μητσοτάκης πάλεψε πολύ για να φανεί ανθρώπινος προχθές βράδυ και για να νικήσει με την ισχύ της εικόνας την εδραία εντύπωση που έχει σχηματιστεί για εκείνον. Πάλεψε, αλλά τα αυτοκρατορικά πλάνα δεν έφτασαν. Πλησίασε πολύ στο να επιτύχει τον στόχο του, αλλά αυτός υπονομεύτηκε από τον ίδιο.
Πρώτον, διότι το περίλυπο ύφος και οι χαμηλοί τόνοι εξαφανίστηκαν μόλις άρχισε να απαντά σε ερωτήσεις για την αυτοδυναμία, τη συνεργασία, τη διατήρηση της πρωθυπουργίας από τον ίδιο, τις σχέσεις του με τον Ανδρουλάκη. Για την εξουσία, δηλαδή. Αίφνης, ο τόνος του ανέβηκε, το πρόσωπό του φωτίστηκε και η φωνή του, ειδικώς στην ερώτηση για τον Ανδρουλάκη, είχε τέτοια ένταση, ώστε, όπως λένε και οι ειδικοί των διαγωνισμών ταλέντων (talent shows), «στόναρε», φάλτσαρε. Εκεί ο πρωθυπουργός αποκαλύφθηκε. Δεν ήταν τα Τέμπη το βασικό θέμα της συνέντευξής του, ήταν η διατήρηση της εξουσίας – εκεί είχε τον νου του.
Ηταν η έγνοια του να ορίσει τους όρους της εκλογικής αναμέτρησης στα μέτρα του, με την επινόηση ότι στην πρώτη κάλπη θα κριθεί ποιος θα είναι ο πρωθυπουργός και στη δεύτερη σε ποιο σχήμα θα είναι πρωθυπουργός. Ηταν το πώς θα «κάψει» το σενάριο της τρικομματικής με την επίκληση της Γερμανίας. Ηταν επίσης στον νου του οι σχέσεις του με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη, με τον οποίο, όπως μαθαίνω, είναι τόσο εκνευρισμένος επειδή θέλει να προτείνει άλλο πρόσωπο για πρωθυπουργό, ώστε έχει αναθέσει στον… «Θανάση» να ξεσκονίσει το παρελθόν του. Τρεις φορές επανέλαβε τη φράση «αρνήθηκε να με δει ο Ανδρουλάκης» ο πρωθυπουργός! Τρεις.
Στον κ. Τσίπρα αναφέρθηκε μία, και με το ζόρι. Μα, αν διαβάσει κανείς προσεκτικά το κείμενο της συνέντευξης του πρωθυπουργού και στο πρώτο μέρος της συνέντευξης, το περίλυπο, θα διαπιστώσει ότι και εκεί κατά βάθος τον νου του στην εξουσία τον είχε. Ενώ απάντησε για τον εαυτό του ότι δεν σκέφτηκε ποτέ να παραιτηθεί, επειδή «δεν τα παρατάει» και επειδή «οι πολιτικοί κρίνονται από τον λαό», όταν κλήθηκε να απαντήσει στην ίδια ερώτηση για τον τέως υπουργό Κώστα Καραμανλή δεν επανέλαβε ότι θα τον κρίνει ο λαός. Ανακοίνωσε ότι θα το συζητήσει μαζί του. Γεγονός που δείχνει ξεκάθαρα ότι μελετά την πιθανότητα να τον αποσύρει από τα ψηφοδέλτια όταν έρθει η ώρα.
Σε όλη τη διάρκεια του περίλυπου μέρους της συνέντευξης, ο κύριος Μητσοτάκης, όταν η συζήτηση έφθανε στις ευθύνες, κοιτούσε σταθερά κάτω από το επίπεδο εξουσίας του. Κοιτούσε προς τον υπουργό του, για τον οποίο άφησε αιχμές και για τη λειτουργία των αστικών λεωφορείων, «η εικόνα των οποίων δεν μας τιμά» (άλλα έλεγε στην πανδημία). Κοιτούσε προς τον ΣΥΡΙΖΑ και προς το σύνθημα «όλοι μαζί έχουμε ευθύνες», κατά το «όλοι μαζί τα φάγαμε» (συλλογική ενοχή). Κοιτούσε προς τη Hellenic Train, την οποία κατηγόρησε ότι φέρνει τρένα «σαπάκια» και ότι θα επαναδιαπραγματευτεί τη σύμβαση (και εκείνη η επιστολή πρώην υφυπουργού Μεταφορών προς την εταιρία, με την οποία η κυβέρνηση ακύρωσε την πρώτη συμφωνία για 800.000.000 αντισταθμιστικά, τι ήταν;).
Κοιτούσε προς τη «ρυθμιστή» ΡΑΣ, την οποία κατηγόρησε ότι δεν έκανε σωστά τη δουλειά της. Κοιτούσε προς τον αποπεμφθέντα πρόεδρο του ΟΣΕ (ο οποίος, όμως, είχε προειδοποιήσει γραπτώς για το επί εικοσαετία ασυντήρητο δίκτυο του ΟΣΕ στη γραμμή Θεσσαλονίκη – Λάρισα). Κοιτούσε προς τους υπαλλήλους, που δεν αξιολογούνται και σβήνουν με μπλάνκο τις βάρδιες τους. Κοιτούσε προς τις ευθύνες των διαπλεκομένων, αλλά άλλων εποχών (για τη δική του, ούτε λέξη), κοιτούσε γενικώς παντού, εκτός από εκεί όπου συγκεντρώνεται η ευθύνη στις δημοκρατίες.
Το μόνο που βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον και απέδειξε ότι ο πρωθυπουργός εξακολουθεί να έχει ανακλαστικά σε σχέση με τον κοιμώμενο αντίπαλό του ήταν η απόφασή του να εκκινήσει εκ νέου το 2024 τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, διαπιστώνοντας ότι, όπως γράψαμε και εμείς, η κρίση είναι πολιτειακή και δομική, συντακτικού χαρακτήρα. Μια τέτοια συζήτηση είναι πράγματι ωφέλιμη, γιατί αυτό που τρίζει αυτή τη στιγμή δεν είναι το Μαξίμου απλώς, αλλά όλο το εποικοδόμημα: Προεδρία Δημοκρατίας, κοινοβουλευτισμός, ανεξαρτησία Δικαιοσύνης, Ενοπλες Δυνάμεις, Αστυνομία, μιντιοκρατία. Ωφέλιμη βεβαίως υπό την προϋπόθεση ότι το πολιτικό σύστημα θα κάνει τομές στον εαυτό του και όχι αλλαγές βιτρίνας.
Κλείνω με μια παρατήρηση για τον Σταύρο Θεοδωράκη: Παραλίγο να «καεί» με το πρώτο τρέιλερ, στο οποίο εμφανιζόταν ως ακόλουθος του πρωθυπουργού που τρέχει κατά πόδας πίσω του και τον βιντεοσκοπεί. Ευτυχώς για εκείνον, αυτή η συνέντευξη δεν προβλήθηκε, γιατί θα δικαιωνόταν για μια ακόμη φορά ο Πολάκης. Με όσα ρώτησε ο Σταύρος, και το… ποτάμι πέρασε και τον… Ρουβίκωνα διέβη. Ρώτησε σχεδόν όλα όσα έπρεπε. Δεν στρίμωξε τον πρωθυπουργό, αλλά ο καλύτερος τρόπος έκθεσης του κυρίου Μητσοτάκη είναι η χαλαρότης, όχι η πίεση. Στην πίεση αμύνεται επαρκώς πλέον, στη χαλαρότητα αποκαλύπτεται εντυπωσιακώς. Και στα «συν» του και στα «πλην» του.