Ευτυχώς που η Ελβετία είναι σοβαρό κράτος και δεν ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά, που δεν είναι και τόσο ασύνδετα μεταξύ τους όσο εκ πρώτης όψεως φαίνονται, τη βοήθησαν να διαχειριστεί αποτελεσματικά, αν και εις βάρος των φορολογουμένων, την πρόσφατη τραπεζική κρίση.
Ετσι και αυτό συμβεί αύριο, μεθαύριο εντός των τειχών, με την Deutsche Bank ή οποιοδήποτε άλλο ευρωπαϊκό όχημα της τραπεζικής παγκοσμιοποιητικής φούσκας είναι βέβαιο ότι τη ζημιά θα τη πληρώσουν όχι μόνο οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι, αλλά πιθανότατα και οι απλοί καταθέτες ή όσοι πείστηκαν από αετονύχηδες investment bankers να επενδύσουν σε (ακατανόητα για τους κοινούς θνητούς) «σύνθετα προϊόντα» μόχλευσης που -τάχα- εξασφαλίζουν υψηλές αποδόσεις.
Το φαινόμενο της «μόχλευσης», δηλαδή της δημιουργίας πλασματικής υπεραξίας σε αμφίβολης ποιότητας «επενδυτικά πακέτα», δεν είναι σημερινό. Πρωτοξεκίνησε τον περασμένο αιώνα, όταν οι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες αποφάσισαν να ενσωματώσουν χρηματιστηριακές δραστηριότητες για να προσελκύσουν τζογαδόρους «επενδυτές» και να αυξήσουν με λογιστικές μεθόδους (αέρα κοπανιστό, δηλαδή…) τα αποθεματικά τους κεφάλαια. Ενα από τα αγαπημένα «επενδυτικά προϊόντα» εκείνης της εποχής ήταν τα ομόλογα για τον δανεισμό της μεσοπολεμικής Γερμανίας, που βεβαίως έγιναν πρώτης τάξεως υλικό για ταπετσαρία, όταν διαπιστώθηκε ότι οι Γερμανοί με διάφορες παρελκυστικές τακτικές απέφευγαν να πληρώσουν τα χρέη τους!
Το καλαμπούρι, όμως, τελείωσε όταν, μετά το Κραχ του 1929, δύο μέλη του Κογκρέσου, προσκείμενα στο Δημοκρατικό Κόμμα που τότε εκπροσωπούσε τις «δυνάμεις του καλού» (ακριβώς το αντίθετο με αυτό που συμβαίνει σήμερα), αποφάσισαν να θέσουν τέρμα στην ασυδοσία των τραπεζών. Ο γερουσιαστής Carter Glass και ο βουλευτής Henry Steagall, έχοντας την αμέριστη στήριξη του φωτισμένου Αμερικανού προέδρου Φραγκλίνου Ρούζβελτ, κατέθεσαν την ομώνυμη τροπολογία (GSA Act) που έγινε νόμος του κράτους και προέβλεπε τον διαχωρισμό των αμιγώς επενδυτικών από τις εμπορικές δραστηριότητες των τραπεζικών ιδρυμάτων.
Στο εξής, όποιος ήθελε να τζογάρει θα πήγαινε σε επενδυτικές τράπεζες ή σε χρηματιστηριακές εταιρίες. Οι υπόλοιποι, που είχαν απλώς ανάγκη κάποιος να τους φυλάει τα χρήματα, θα κατευθύνονταν στις τράπεζες λιανικής, που προσέφεραν καλύτερα εχέγγυα αξιοπιστίας.
Η πρωτοβουλία του Ρούζβελτ προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων κυρίως από τα αρπακτικά της Γουόλ Στριτ, που έβλεπαν να χάνουν μερίδιο της πίτας. Παρ’ όλα αυτά ο νόμος κράτησε πάνω από μισό αιώνα. Ποιος νομίζετε ότι τον κατάργησε το 1999; Μα, ο Μπιλ Κλίντον! Ενας άλλος Δημοκρατικός πρόεδρος, χαϊδεμένο παιδί της παγκοσμιοποίησης, που μαζί με τα άλλα ωραία που έκανε (από κοινού με τη Γερμανία) στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ξανάνοιξε τον δρόμο στην απόλυτη ασυδοσία του τραπεζικού συστήματος επειδή έτσι του είπαν τα αφεντικά του. Τα ίδια που σήμερα εξουσιάζουν τον Τζο Μπάιντεν.
Ούτε μία δεκαετία δεν συμπληρώθηκε και έσκασε η κρίση της Lehman. Μόνο που στις ΗΠΑ ξέρουν να φυλάνε τα ρούχα τους. Τυπώνουν χρήμα και έχει ο Θεός. Ακόμη και οι άμυαλοι μικροεπενδυτές -στα χαρτιά τουλάχιστον- αποζημιώνονται. Στην Ευρώπη, αντίθετα, ο Θεός είναι…Γερμανός. Προκειμένου να μην εκτροχιαστεί το αφήγημα της σιδηράς δημοσιονομικής πειθαρχίας, την πληρώνουν οι φορολογούμενοι και οι καταθέτες – αποταμιευτές, όπως στην περίπτωση της Κύπρου.
Εσχάτως άρχισε πάλι η συζήτηση για ένα πανευρωπαϊκό ταμείο εγγύησης καταθέσεων. Ποιος νομίζετε ότι μπλοκάρει την ιδέα; Μα, η Γερμανία, διότι (άκουσον άκουσον) οι χώρες του Νότου δεν έχουν πάρει μέτρα για να περιορίσουν τους κινδύνους στο τραπεζικό τους σύστημα! Δεν έχει σημασία ότι επιτομή της φούσκας είναι η μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα. Αν «σκάσει» το ταμείο μπορεί ξαφνικά και να ενεργοποιηθεί. Αλλά το Βερολίνο δεν θέλει σε καμία περίπτωση να πληρώνει τα σπασμένα των άλλων.
Οι Γερμανοί, λοιπόν, χτυπούν το ντέφι και οι υπόλοιποι χορεύουν. Ενα άλλο μείζον ζήτημα είναι αυτό της ηλεκτροκίνησης. Η Γερμανία από κοινού με τα κέντρα της παγκοσμιοποίησης έβαλαν μπροστά τους λαγούς, τύπου Μητσοτάκη, να την εξυψώσουν, με ζήλο νεοφώτιστου, ως σύγχρονη «πανάκεια». Οταν, όμως, κατάλαβαν ότι οι τόσο γρήγοροι ρυθμοί εξάπλωσης ηλεκτροκίνητων οχημάτων μπορεί να μην εξυπηρετούν τις αυτοκινητοβιομηχανίες τους φρέναραν απότομα, πετώντας τους επιβάτες από τα μπροστινά καθίσματα.
Σήμερα η Ε.Ε. παρακολουθεί τα καβγαδάκια στον συνασπισμό που κυβερνά τη Γερμανία και αναλόγως προσαρμόζεται. Πράσινοι και Φιλελεύθεροι τσακώνονται με τον Σολτς να κάνει τον τροχονόμο, χωρίς φυσικά κανείς απ’ όλους αυτούς να δίνει δεκάρα για το περιβάλλον. Τα γερμανικά κόμματα απλά εξυπηρετούν διαφορετικά λόμπι στο παγκόσμιο σύστημα εξουσίας.
Οι Πράσινοι, γνήσια τέκνα του γκλομπαλισμού, ατλαντιστές και ρωσοφοβικοί υπηρετούν μέχρι τέλους το αφήγημα της κλιματικής αλλαγής. Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες, το παραδοσιακό κόμμα μπαλαντέρ του Γκένσερ, που πάντα είχε στενούς δεσμούς με το βιομηχανικό λόμπι, τραβάνε χειρόφρενο.
Η υπόθεση παραπέμπει σε κωμωδία, καθώς ο νεοφιλελεύθερος αστέρας Κρίστιαν Λίντνερ είναι υπουργός Οικονομικών, όμως ένα άλλο φυντάνι των Πρασίνων, ο Ρόμπερτ Χάμπεκ, που έχει και αρχηγικές φιλοδοξίες έναντι της ταλαίπωρης θείτσας που παριστάνει την υπουργό Εξωτερικών, είναι Αντικαγκελάριος, υπεύθυνος για θέματα οικονομικών και προστασίας του περιβάλλοντος!
Τα μπρος – πίσω των Γερμανών παρασέρνουν ολόκληρη την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία. Το ερώτημα πλανιόταν μέχρι πριν από μερικές ημέρες αμείλικτο: Θα καταργηθούν οι κινητήρες εσωτερικής καύσεως το 2035; Οχι, δώστε μας λίγο τράτο… Θα απαγορευτεί το ντίζελ; Ποιος ξέρει; Τελικά η λύση βρέθηκε με τα συνθετικά καύσιμα σαν κι αυτά που παρήγαγε μαζί με τα αέρια για το Αουσβιτς η διαβόητη IG Farben για να κινεί τα γερμανικά panzer στις σοβιετικές στέπες, όταν άρχισε να τελειώνει η βενζίνη.
Μιλάμε για κανονική τρικυμία εν κρανίω. Θα ρυπαίνουν λιγότερο τα συνθετικά καύσιμα; Ετσι λέει ο Λίντνερ, που, όπως επισημαίνει με νόημα το Politico, βρίσκεται εγκατεστημένος στο ίδιο κυβερνητικό κτίριο που κάποτε φιλοξενούσε τον Χέρμαν Γκέριγκ!
Ετσι κι αλλιώς οι Γερμανοί έχουν ανακαλύψει μεθόδους για να παραποιούν τις μετρήσεις ρύπων στα αυτοκίνητα, όπως απέδειξε και το πρόσφατο σκάνδαλο της Volkswagen…
Η ευρωπαϊκή πολιτική έχει χάσει και τα τελευταία προσχήματα σοβαρότητας και φερεγγυότητας. Αγεται και φέρεται από τις υπερβολές της παγκοσμιοποίησης (να τρώμε έντομα) και τις τραγικές παλινωδίες μιας Γερμανίας που δεν ξέρει τι θέλει, γιατί δεν έχει αποφασίσει ακόμη τι βολεύει την οικονομία της.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το κοκτέιλ αντικρουόμενων συμφερόντων, αναβλητικότητας και μιας αποθέωσης της διαφορετικότητας που έρχεται να συναντήσει τον ρατσισμό από την πίσω πόρτα, όχι μόνο δεν βοηθάει την τσέπη, αλλά καταντά ιδιαίτερα επικίνδυνο και για τη ζωή του μέσου Ευρωπαίου φορολογούμενου…