Λίγο μετά την αποφοίτησή μου από τη Νομική Σχολή Θράκης και την απονομή του πτυχίου μου -Μάιος του 1991- ζήτησα από τους τότε καθηγητές μου, τον συνταγματολόγο Κωνσταντίνο Μαυριά, τον εγκληματολόγο Γιάννη Πανούση και τον καθηγητή Φορολογικού Δικαίου Κώστα Φινοκαλιώτη, να συστήσουν μια τριμελή επιτροπή για την εκπόνηση της διδακτορικής μου διατριβής με αντικείμενο το δίκαιο των μέσων ενημέρωσης.
Αγαπούσα το πανεπιστήμιό μου, ήθελα να συνεχίσω. Τα πράγματα ήρθαν έτσι όμως που, αντί να μελετώ «απέξω» τα μέσα ενημέρωσης, να τα ζω «από μέσα», από πολύ μέσα. Η συγγραφή αναβλήθηκε. Η πρόσληψή μου στην «Απογευματινή» από τον μέντορά μου Τίτο Αθανασιάδη τα άλλαξε όλα!
Αμφιβάλλω αν μετά 32 χρόνια και τόσες τροποποιήσεις της νομοθεσίας είναι «νομικώς ενεργή» η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Τμήματος για τη διατριβή μου, ωστόσο έχω τον πειρασμό να διερευνήσω την πιθανότητα της αναβίωσής της υπό την αίρεση της αλλαγής του θέματος «Η σχέση της δικαστικής εξουσίας και των ΜΜΕ με την εκτελεστική εξουσία υπό το φως των υποθέσεων των υποκλοπών, της Novartis, των “κόκκινων” δανείων, του αποκλεισμού κομμάτων κ.λπ.».
Η διατριβή αυτή που θα βασιζόταν στα πρακτικά των προανακριτικών επιτροπών της τελευταίας επταετίας, στις αποφάσεις παραπομπών στο Ειδικό Δικαστήριο, στα πρακτικά των συνεδριάσεων των δικαστηρίων, στις αποφάσεις των δικαστηρίων και εν τέλει στις πλειοψηφίες τους θα επιδίωκε να φωτίσει δύο θέματα: τη σύνδεση της στάσης των δικαστών κατά τη διάσκεψη για τη λήψη των αποφάσεων κρίσιμων υποθέσεων με τις προαγωγές, προηγούμενες ή επικείμενες, από το υπουργικό συμβούλιο.
Για να σταθμιστεί εν τέλει αν προάγει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης η τυχόν σύνδεση της δικανικής κρίσης με την ανάθεση των υπηρεσιακών μεταβολών στην εκτελεστική εξουσία. Και αν όχι, να αναζητήσουμε νέο σύστημα, απαλλαγμένο από εξαρτήσεις και αλισβερίσια.
Σε επίπεδο ΜΜΕ να διερευνηθεί η σύνδεση της στάσης τους (κουκουλώνουν ή καταγγέλλουν) σε ζητήματα διαφάνειας με τη μεταχείριση που τους επιφυλάσσει, εχθρική ή φιλική, η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία (δάνεια, χρηματοδότηση, κρατική διαφήμιση, ιδιωτικές χορηγίες). Με τελικό ζητούμενο αν η τρέχουσα συνταγματική νομοθεσία χρειάζεται μεγάλες αλλαγές ή όχι, στο μέτρο που ο καταστατικός χάρτης οδηγεί ορισμένους δικαστές σε ανταλλαγές: ψήφος έναντι προαγωγής. Ψήφος έναντι προσλήψεων τέκνων σε εταιρίες. Ψήφος έναντι προσλήψεων συγγενών σε πολιτικά γραφεία.
Μερικά παραδείγματα: Πόσο επηρέασε αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που είχε κεντρικό ρόλο στην υπόθεση Novartis, τυχόν υπόσχεση που του εδόθη ότι θα προαχθεί στη θέση του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου; Πόσο επηρέασε τη δικανική κρίση συγκεκριμένων μελών του Ειδικού Δικαστηρίου η προαγωγή τους σε ανώτερες θέσεις λίγο πριν από την έναρξη της δίκης πρώην υπουργών κατά τρόπο απολύτως αντισυνταγματικό; Ποια μπλοκ δικαστών σχημάτισαν συμπαγή καταδικαστική μειοψηφία απέναντι σε κατηγορουμένους, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, ακόμη και όταν οι κατηγορίες εναντίον τους εξέπιπταν με πάταγο κατά την ακροαματική διαδικασία;
Ο συσχετισμός θα είχε μείζον ενδιαφέρον: Συμμορφούται ένας δικαστής προς τα υπόμνημα που καταθέτει ένας αρχηγός κόμματος και η συνέχεια ποια είναι; Της συμμόρφωσης επακολουθούν η προαγωγή και η κλοπή της θέσης έναντι αξιοτέρου; Προάγεται ένας δικαστής πριν από μία δίκη και η συνέχεια ποια είναι;
Η ανταπόδοση με την υιοθέτηση των αιτημάτων της μήνυσης επώνυμων πολιτικών ανεξαρτήτως της ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων; Καταγγέλλει ένας εισαγγελεύς παρέμβαση στη δικανική του κρίση σε εκκρεμή υπόθεση μείζονος σημασίας και ο αρμόδιος μόλις προαχθείς εισαγγελεύς δεν διατάσσει ούτε προκαταρκτική εξέταση; Γιατί; Εσείς τι λέτε; Δεν θέλουν έρευνα και καταγραφή όλα αυτά;
Σε γενικότερο επίπεδο, έρχομαι στο δεύτερο θέμα, τι προκύπτει από τη μελέτη εκδίκασης υποθέσεων υψηλού ποινικού ενδιαφέροντος στα τρία στάδια (προανάκριση, δίκη, νομοθετική παρέμβαση επί εκκρεμών υποθέσεων); Κάνουν σωστά τη δουλειά τους οι αστυνομικές ή άλλες Αρχές κατά τη διάρκεια της προανάκρισης ή, πιεζόμενες από άλλες εξουσίες, καταστρέφουν αποδεικτικά στοιχεία;
Αν κάνουν τη δουλειά τους σωστά, την κάνουν ακολούθως τα δικαστήριά μας με τις συνθέσεις τους; Ναι; Αν όχι, γιατί; Και όταν την κάνουν και γίνονται επικίνδυνες για την εκτελεστική εξουσία, είναι θεμιτό το Κοινοβούλιο να νομοθετεί κανόνες αμνηστίας που ακινητοποιούν τους δικαστές, αχρηστεύουν τη δικανική κρίση και δένουν τα χέρια της Δικαιοσύνης απέναντι σε επίορκους και διεφθαρμένους;
Και τέλος ένα ειδικό θέμα: τα κωλύματα των δικαστών. Μπορεί να χειρίζεται εισαγγελέας υπόθεση πολυεθνικής από την οποία παίρνει δουλειές ο σύζυγός του/της; Μπορεί υιός ή κόρη δικαστού ή εισαγελλέως να εργάζεται σε πολιτικό γραφείο υπουργού; Αντιλαμβάνομαι ότι όλα αυτά είναι θέματα ταμπού. Αλλά πρέπει να τα ανοίξουμε για να «νομοθετήσουμε».
Πρώτον, για να διασφαλιστεί ότι οι κατηγορούμενοι του μέλλοντος θα έχουν δικαία δίκη. Δεύτερον, διότι οι δικαστές που είναι άξιοι προς προαγωγή και δεν χαριεντίζονται με την εξουσία πρέπει να πάψουν να απογοητεύονται και να καταρρακώνονται από την επέλαση της αναξιοκρατίας στο σώμα των αξίων.
Η Δικαιοσύνη δεν είναι παρακολούθημα της εξουσίας. Γράφω έχοντας υπ’ όψιν μου συγκεκριμένες συμπεριφορές συγκεκριμένων προσώπων μέσα στη δεκαετία . Συμπεριφορές που τεκμηριώνονται και θεμελιώνονται σε επίσημα κείμενα στα οποία παρέπεμψα αρχικώς, όπου υπάρχει συγκεντρωμένος πλούτος πληροφοριών.
Μόνος μου με τον φόρτο εργασίας που έχω θα αργήσω να φέρω εις πέρας αυτή τη «διατριβή». Εάν υπάρχουν πρόθυμοι πτυχιούχοι να συνδράμουν αυτό το έργο της συλλογής και της αξιολόγησης του υλικού, θα ήμουν ευτυχής. Αλλά και αν δεν βρεθούν, σιγά σιγά θα αρχίσω.
Πρέπει κάποτε να αρχίσουμε να λέμε δυνατά την αλήθεια. Η συστολή και η αυτοσυγκράτηση είναι οδηγός μας όταν πρόκειται για το ιερό προπύργιο της Δικαιοσύνης, αλλά το κακό έχει παραγίνει. Η ζημιά στην αξιοπιστία του θεσμού, που καθημερινά γίνεται αντικείμενο σχολίων στα καφενεία, είναι ασύλληπτη. Επείγει η θεραπεία της. Η Δικαιοσύνη πρέπει να φύγει από τα καφενεία. Πρέπει να επιστρέψει στον σεβασμό.