Ο λόγος της πανεπιστημιακού Λένας Διβάνη, συμφωνείς, διαφωνείς μαζί της, έχει πάντοτε ενδιαφέρον, διότι έχει «γωνίες». Δεν είναι ποτέ στρογγυλός. Τα βιβλία της, εξίσου ενδιαφέροντα. Το τελευταίο της που διάβασα ήταν η συγκλονιστική ερωτική ιστορία του Ιωάννη Καποδίστρια, τον οποίο το ελληνικό κράτος συνεχίζει να ταλαιπωρεί και να δολοφονεί και μετά θάνατον. Εφερε τον τίτλο «Το πικρό ποτήρι» και αποκάλυπτε άγνωστες λεπτομέρειες του ανεκπλήρωτου έρωτα του Καποδίστρια με τη Ρωξάνδρα, την οποία, αν και ερωτεύτηκε, εγκατέλειψε χάριν της Ελλάδος. Τα «Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας» δεν έχω προλάβει να τα διαβάσω ακόμη.
Η γυναίκα αυτή παραιτήθηκε από τη θέση της καθηγήτριας στη Νομική Σχολή Αθηνών προ 1,5 έτους, απογοητευμένη από την κατάσταση που επικρατεί στα ελληνικά πανεπιστήμια. Η παραίτησή της συνοδεύτηκε από ένα μελαγχολικό κείμενο στο facebook μαζί με εικόνες ντροπής από το εσωτερικό των ελληνικών πανεπιστημίων, καθώς και από μερικές πρόσθετες δηλώσεις της για τη μαγεία της διδασκαλίας που χάθηκε μέσα στην πανδημία. Ηταν ο μόνος λόγος που την απέτρεπε από το να παραιτηθεί. Η διδασκαλία! Οταν μέσα από τις αποτυχημένες προσπάθειες να πείσει τους φοιτητές της να ανοίξουν την κάμερα της τηλεκπαίδευσης αντελήφθη ότι το παιχνίδι είχε χαθεί έλαβε την οριστική της απόφαση. Η σχέση των πανεπιστημιακών δασκάλων με τους φοιτητές είναι διαδραστική, ερωτική, σχέση αφοσίωσης. Αν χαθεί αυτό το κάτι που σε σπρώχνει να μπεις στην αίθουσα να διδάξεις και να μοιραστείς με νέους ανθρώπους τη γνώση που κατέκτησες ύστερα από άπειρα ξενύχτια μελέτης, γιατί να είσαι εκεί;
«Ντράπηκα»
Στην εποχή του κυνισμού δεν είναι παράδοξο που η παραίτηση της Διβάνη, η παραίτηση μίας καθηγήτριας της Νομικής Αθηνών δεν έγινε το πρώτο θέμα εφημερίδας ή τηλεοπτικού σταθμού. Η αναισθησία βασιλεύει στην πατρίδα μας. Τον περασμένο Απρίλιο η κυρία Διβάνη μίλησε στην εκπομπή της Νάνσυς Ζαμπέτογλου και του Θανάση Αναγνωστόπουλου στην ΕΡΤ και, όταν ρωτήθηκε γιατί παραιτήθηκε, απάντησε «γιατί ντράπηκα». Ουδείς και πάλι αναζήτησε τις αιτίες της ντροπής της. Την περασμένη εβδομάδα η κυρία Διβάνη εμφανίστηκε πάλι σε εκπομπή της ΕΡΤ, θαρρώ, αν δεν με απατά η μνήμη μου, στην εκπομπή των Σεργουλόπουλου – Μελιτά. Πρέπει να την είδα στη μεταμεσονύκτια επανάληψη. Εκεί η κυρία Διβάνη συνομιλώντας με τους παρουσιαστές ανάμεσα σε μαγειρικά σκεύη και συνταγές (αφού είπε μερικά φωνήεντα αποδόμησης της πανεπιστημιακής αστυνομίας – «είναι για να κλαις!») ρωτήθηκε ξανά για τους λόγους της παραιτήσεώς της. Αυτήν τη φορά πρόσθεσε κάτι νέο. Οπως είπε, παραιτήθηκε γιατί, μεταξύ άλλων, «Πουλάνε τους βαθμούς».
Είπε επί λέξει: «Κάποιοι κάνουν ντιλ και πουλάνε τους βαθμούς και τα μαθήματα στις παρατάξεις. Εμαθα ότι πουλιούνται οι βαθμοί ακόμη και για μαθήματα επιλογής!».
Ηταν πολύ αργά και στην αρχή νόμισα ότι παράκουσα, ότι δεν κατάλαβα καλά. Το γεγονός ότι οι παρουσιαστές προσπέρασαν και δεν τη ρώτησαν «ποιοι πουλάνε τους βαθμούς» ενίσχυσε την πεποίθησή μου ότι παράκουσα. Με «έτρωγε» όμως.
Προ δεκαετίας είχα μεταβεί σε περιφερειακό ΑΕΙ για να συντονίσω εκδήλωση και εκεί εκπρόσωποι φοιτητικών παρατάξεων με ενημέρωσαν υπερηφάνως ότι άλλαξαν τον κανονισμό του ΑΕΙ, ώστε αν ένας φοιτητής κόβεται διαρκώς σε ένα μάθημα, τότε η εξέτασή του ανατίθεται σε τριμελή επιτροπή στην οποία μετέχει ο καθηγητής που τον κόβει (ως μειοψηφία) και άλλοι δύο ανεξάρτητοι. Η εξέταση γίνεται προφορικά. Οχι γραπτά. Καταλαβαίνετε. Δεν ξαναπάτησα από τότε στη συγκεκριμένη σχολή. Χθες κάλεσα λοιπόν τη Λένα Διβάνη στο τηλέφωνο και τη ρώτησα αν πράγματι είπε τη φράση «Παραιτήθηκα γιατί πουλάνε τους βαθμούς». Μου το επιβεβαίωσε -άρα δεν χρειάζομαι ΩΡΛ- και μου ανέφερε μια παλιά ιστορία όταν κάποιος μέσα στη Σχολή προσπάθησε να εξαγοράσει τη γραμματέα της εις τρόπον ώστε να αλλοιώσει τη βαθμολογία της σε υστερήσαντα/υστερήσασα φοιτητή/φοιτήτρια. Ο συγκεκριμένος φέρεται τότε, τω καιρώ εκείνω, να της πρότεινε να μετατρέψει το «4» της Διβάνη σε «5» με το αζημίωτο. Εννοείται βεβαίως ότι η πρόταση απεκρούσθη. Αλλά πόσο βέβαιον είναι ότι αποκρούεται πάντα;
«Πράγματα γνωστά»…
Σε ερώτηση αν αυτό συμβαίνει και σήμερα, τον καιρό της παραιτήσεώς της, η καθηγήτρια μου απάντησε ότι συχνά πυκνά φθάνουν στα αυτιά της διάφορες ιστορίες που της προκαλούν απογοήτευση. Δεν γνωρίζω πόση νομική αξία έχουν όλα αυτά. Οικεία μου πρόσωπα, φοιτητές μου σε άλλες Σχολές μου ανέφεραν πράγματα χυδαία, τα οποία όμως ουδείς τολμά να υποστηρίξει δημοσίως. Ισως γιατί αυτά είναι «πράγματα γνωστά», όπως ακούω πάντα να μου λέγεται με αφόρητο κυνισμό. Και άμα ο κυνισμός συγκινεί τις πλειοψηφίες, τι να πεις! Ισως επίσης γιατί σε αυτή τη νέα χώρα ο φόβος σχεδόν πάντα νικά την ελευθερία της έκφρασης. Οι άνθρωποι επιλέγουν συνήθως τη σιωπή για να μη βρουν τον μπελά τους.
Αυτό που γνωρίζω όμως άριστα και με συ-γκλο-νί-ζει είναι ότι πανεπιστημιακός πετά βόμβα μπροστά σε μια κάμερα καταγγέλλοντας ενώπιον εθνικού ακροατηρίου αγοραπωλησίες βαθμών σε ΑΕΙ και δεν σήκωσε κανένας το τηλέφωνο να τον ρωτήσει το αυτονόητο «Τι εννοείτε;». Ενας φίλος μου σκηνοθέτης έλεγε προχθές ότι ακολουθώντας τη λογική «ό,τι μπορούμε και ό,τι αρπάξουμε» συμπεριφερόμαστε ως μικρός λαός, ενώ η Ιστορία μάς λέει ότι είμαστε μεγάλος. Δεν μου άρεσε όταν το άκουσα. Αλλά φοβάμαι ότι πρέπει να αρχίσουμε να συμβιβαζόμαστε με την ιδέα. Η διαφθορά πλέον δεν προκαλεί σοκ στην Ελλάδα, αλλά κινεί το ενδιαφέρον. Να «συμμετάσχουν» και άλλοι σε αυτήν.