Οι γραμμές αυτές αποτυπώνονται στο χαρτί νωρίς το απόγευμα της Κυριακής με βάση τις μέχρι τότε διαθέσιμες πληροφορίες από τις έρευνες εκλογικής συμπεριφοράς των εταιριών δημοσκοπήσεων, αγγλιστί exit polls. Με βάση αυτά, που απέμενε να επιβεβαιωθούν επισήμως αργότερα, η κεντροδεξιά Ν.Δ. υπό την ηγεσία του κυρίου Μητσοτάκη κέρδιζε την αυτοδυναμία, αυξάνοντας τα ποσοστά της στα επίπεδα του 2007 και τις έδρες της στα επίπεδα του 2004, οι δυνάμεις της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς, πλην ΚΚΕ, υποχωρούσαν ή παρέμεναν στάσιμες, οι δυνάμεις της Δεξιάς και της Ακρας Δεξιάς σημείωναν αξιοσημείωτες επιδόσεις. Ολα έδειχναν ότι η Ν.Δ. αποκτούσε τουλάχιστον ακόμα ένα κόμμα στα δεξιά της. Τουλάχιστον.
Με δύο λόγια: Ο χώρος της Δεξιάς μεγάλωνε, ανεξαρτήτως του τελικού αριθμού κομμάτων που εισήλθαν στο Κοινοβούλιο, ο χώρος της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς σημείωνε μεγάλη υποχώρηση και εισέρχεται σε φάση μεγάλης κρίσης αξιοπιστίας.
Πρωτίστως ο ΣΥΡΙΖΑ. Η Ελλάς διαθέτει πλέον ισχυρή κυβέρνηση, αλλά δεν διαθέτει αντιπoλίτευση, ούτε αξιωματική ούτε ελάσσονα. Ο κατακερματισμός του Κοινοβουλίου θυμίζει έντονα 2012. Ο ΣΥΡΙΖΑ επέστρεψε στα ποσοστά των πρώτων εκλογών του 2012 και το ΠΑΣΟΚ επίσης επέστρεψε στα ποσοστά των εκλογών του 2012. Grosso modo.
Με τη διαφορά ότι, ενώ έγινε η θάλασσα γιαούρτι και η Αριστερά έχασε σχεδόν το μισό της εκλογικής της δύναμης σε σύγκριση με το 2019, το ΠΑΣΟΚ δεν καρπώθηκε παρά ελάχιστα από αυτή τη φθορά. Ο κόσμος του από τον ΣΥΡΙΖΑ μετακόμισε στη Ν.Δ. Ο διάλογος για την Κεντροαριστερά θα ανοίξει στις προσεχείς περιφερειακές εκλογές, όπου τα δύο κόμματα κινδυνεύουν με ακόμα μεγαλύτερη εκλογική συντριβή. Η ενότητα του χώρου θα δοκιμαστεί.
Δεξιά πολυκατοικία
Στην ευρύτερη πολυκατοικία της παράταξης τα πράγματα αποκτούν ενδιαφέρον. Η Ν.Δ. κατάφερε να ενσωματώσει στην εκλογική της βάση ισχυρό τμήμα του Κέντρου και μικρό τμήμα της Αριστεράς, αυξάνοντας το ποσοστό της, αλλά άφησε χώρο στα δεξιά της, με συνέπεια ένα ποσοστό της τάξεως του 10%-12% να επιλέξει μικρότερα δεξιά και ακροδεξιά κόμματα. Η ατζέντα που υιοθέτησε η φιλελεύθερη παράταξη τις τελευταίες εβδομάδες για να ενισχύσει τη ρητορεία της και να περιορίσει την επιρροή των κομμάτων αυτών στα δεξιά της είχε ως συνέπεια την ενίσχυση του συντηρητισμού και του εθνικισμού ως ρεύματος του εκλογικού σώματος.
Η επιμονή στο θέμα του τουρκικού προξενείου, η εγκατάσταση του Μεταναστευτικού και της εγκληματικότητας στην καρδιά της επικαιρότητας (ναυάγιο Πύλου – δολοφονία στην Κω με δράστη υπήκοο Μπανγκλαντές) σε συνδυασμό με τις επιθέσεις της Ν.Δ. σε συγκεκριμένες ηγεσίες (ο κύριος Μητσοτάκης επιτέθηκε την Πέμπτη και την Παρασκευή στους πατριώτες και τους ναζί, τους οποίους είχε ξεχάσει σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας) καλλιέργησαν μια συντηρητική ατμόσφαιρα που οδήγησε σε αυτό το αποτέλεσμα και σε αυτόν τον συσχετισμό. Ανεξαρτήτως πόσοι μπήκαν τελικώς στη Βουλή.
Στην πραγματικότητα, όποια και αν είναι η διάταξη της νέας Βουλής, η Ν.Δ. οφείλει να αναλύσει πολιτικά και κοινωνικά το αποτέλεσμα που κατεγράφη στα δεξιά της ως ενιαίο άθροισμα δυνάμεων, είτε εντός Βουλής είτε εκτός Βουλής. Διότι η δική της εκλογική βάση, περίπου η ίδια από το 2019, συν πλην, είναι ρευστή, αποτελείται, πλην των παραδοσιακών ψηφοφόρων της, και από διερχομένους. Και κατά τα φαινόμενα έπιασε «ταβάνι» σε αυτή την αναμέτρηση.
Η στρατηγική του περιορισμού της ελευθερίας έκφρασης μέσω αμφιλεγόμενων δικαστικών αποφάσεων του Αρείου Πάγου και το συναισθηματικό bullying σε συντηρητικούς πολίτες δεν είχε τα απολύτως αναμενόμενα αποτελέσματα. Παρά ταύτα, το ιδιόρρυθμο αποτέλεσμα δεν πρέπει να μας αφήσει να χάσουμε το δάσος! Η Ελλάς σε συνθήκες πλανητικής αστάθειας και περιφερειακής ρευστότητας έχει σταθερή και αυτοδύναμη κυβέρνηση. Σταθερή κυβέρνηση, με αστερίσκους έστω. Αλλά στις μέρες που ζούμε η σταθερότητα είναι πανάκριβο προνόμιο και δεν τη γεύονται πολλοί λαοί. Στην ευθύνη της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη είναι η σωστή διαχείριση αυτού του προνομίου.