Η Επίδαυρος, το Ηρώδειο, το αρχαίο θέατρο των Δελφών, της Δωδώνης, των Φιλίππων κ.ά. είναι τόποι ιεροί. Δεν είναι καραγκιόζ μπερντέδες, όπου κάθε κυριούλης και θείτσα πληρώνουν νοίκι στον ιδιοκτήτη και πάνε εκεί να στήσουν παλκοσένικο για να ανεβάσουν αηδίες και ξεράσματα και να φανούν «πρωτότυποι», «αιρετικοί» και «ριζοσπάστες» (τόσο «αιρετικοί», που στηρίζονται φανατικά από το κεφάλαιο και το βαθύτατο διεθνιστικό παρακράτος).
Τούτοι οι χώροι αποτελούν υλική και άυλη, αμιγώς πνευματική, περιουσία του ελληνικού έθνους, το οποίο εισήγαγε στην ανθρωπότητα τον θεσμό του δράματος, ως διδαχή και μαζί και ψυχικό ίαμα. Το υπουργείο Πολιτισμού διαχειρίζεται αυτούς τους χώρους και αποστολή του είναι (στις σπάνιες περιπτώσεις που δεν διοικείται -εμφανώς ή αφανώς- από ορκισμένους ανθέλληνες) να φέρει τον λαό σε επαφή με την αρχαία κληρονομιά του.
Στην αρχαία κληρονομιά δεν περιλαμβάνονται νεωτερισμοί της συμφοράς. Ο υποβιβασμός των έργων των μεγάλων τραγικών και σατιρικών ποιητών σε ασυνάρτητες, υστερικές μπαλαφάρες δεν προσφέρει υπηρεσία στους πολίτες.
Στα αρχαία θέατρα πρέπει οι παραστάσεις που διδάσκονται να απηχούν -από την ενδυματολογία και τα σκηνικά μέχρι τη μουσική και τον λόγο- το κάλλος, το ήθος και την ευσέβεια του πολιτισμού της εποχής που γράφτηκαν οι αξεπέραστες τραγωδίες και οι κωμωδίες, που συναρπάζουν την ανθρωπότητα μέχρι σήμερα.
Αν θέλουν τζαζεμένοι και απελπισμένοι ζητιάνοι της δημοσιότητας να «πειραματιστούν», ας το κάνουν αλλού. Τόσα θέατρα και σκηνές υπάρχουν εν Ελλάδι. Τι τη θέλουν την Επίδαυρο, αφού, σύμφωνα με τα δικά τους λεγόμενα, είναι τόσο «υπεράνω»;
Οι περισσότεροι Ελληνες θέλουν να δουν τραγωδία και κωμωδία και στο πνεύμα και στο… γράμμα του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και του Αριστοφάνη. Δεν πληρώνουν εισιτήριο για μοντερνιές της συμφοράς. Δεν είναι πειστικός ο Οιδίποδας με… κουστουμιά και λουστρίνι, η Μήδεια με δωδεκάποντες γόβες και ο Χορός στις Βάκχες να θυμίζει διμοιρία τραβεστί που συμμετέχει σε φεστιβάλ… υπερηφανείας.
Το ορθότερο δε όλων θα ήταν και οι τραγωδίες και οι κωμωδίες να ανεβαίνουν στην αρχαία ελληνική (με υποτίτλους, όπως στην όπερα) ώστε να εξοικειωθεί ξανά ο λαός μας με τη σπουδαιότερη κληρονομιά που διαθέτουμε: τη γλώσσα μας.