«Εμένα ποτέ δεν με δέχθηκε το παραδοσιακό κομμάτι της ηγεσίας των στελεχών. Εννοώ, όχι του λαού, γιατί εμένα με αγκάλιασε η βάση της Δεξιάς, ο λαός πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον – και από τον Καραμανλή ακόμη. Ιδίως με αγκάλιασε εκείνο που ονομάστηκε στη συνέχεια ή και ονομαζόταν τότε Ακροδεξιά. Η οποία στην Ελλάδα δεν έχει καμία ομοιότητα με αυτήν που γνωρίζουμε σε άλλες χώρες. Είναι άνθρωποι φανατισμένοι σε πολιτικές που και εμείς υποστηρίζουμε. Είναι και νομιμόφρονες και φιλότιμοι και είναι, σε κάθε περίπτωση, άνθρωποι που κερδίζονται εύκολα από ένα κόμμα κεντροδεξιό. Εμένα αυτοί οι άνθρωποι με αγκάλιασαν γιατί ήμουν ένας μαχητικός άνθρωπος, ο οποίος εμάχετο εντίμως και είχε το θάρρος να πει ορισμένα πράγματα τα οποία άλλοι δεν έλεγαν. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο εγώ είχα κερδίσει τη βάση. Αλλά το στενό κομμάτι των στελεχών ιδίως γύρω από τον αρχηγό ποτέ δεν το κέρδισα εγώ. Ολοι αυτοί ήταν μέχρι το τέλος αντίθετοι» (Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, από το βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά, «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια, Τόμος Β΄, 1974-2016, σελ. 49-50, εκδόσεις Παπαδόπουλος).
Η πρώτη εντύπωση που σχηματίζει κανείς από την ανάγνωση αυτού του αποσπάσματος το οποίο επέλεξα από το βιβλίο του φίλου διευθυντή της «Καθημερινής» είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαφέρει από τον πατέρα του Κωνσταντίνο. Οτι έχει σταθερό μέτωπο με αυτό που ονομάζεται «εθνικιστική Ακροδεξιά» στην πατρίδα μας.
Η στάση της Ν.Δ. στη δίκη της Χρυσής Αυγής, η νομοθέτηση αποκλεισμού των έγκλειστων στελεχών από τις εθνικές εκλογές, η κατάθεση ειδικού υπομνήματος στον Αρειο Πάγο με το οποίο η κυβερνώσα παράταξη παρενέβη (νομίμως, πλην απαραδέκτως ) στη διαμόρφωση της κρίσης των δικαστών, η διαγραφή στο παρελθόν στελεχών της Ν.Δ. με την κατηγορία του ρατσιστικού λόγου (αντιπεριφερειάρχης Βορείου Αιγαίου, πρόεδρος ΟΝΝΕΔ Πεντέλης, διοικητής Νοσοκομείου «Ελπίς» κ.ά.) θα αρκούσε για να πείσει και τον πλέον δύσπιστο ότι η Ν.Δ. έχει τραβήξει μια βαθιά διαχωριστική γραμμή από την Ακροδεξιά.
Ακόμη και η στάση της απέναντι στον θανόντα τέως αρχηγό του κράτους, βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄, από τα αυτά κριτήρια υπαγορεύτηκε. Ηταν μάλιστα τέτοιο το άγχος των συνεργατών του κυρίου Μητσοτάκη να μην κάνουν κάτι που θα θίξει το κεντρώο ακροατήριό τους, ώστε, όταν η οικογένεια του τέως βασιλιά ανακοίνωσε στον πρωθυπουργό την απόφασή της για ιδιωτική κηδεία, για να κρατήσει χαμηλούς τόνους, το Μαξίμου άκομψα έσπευσε να ανακοινώσει στα ΜΜΕ την εξέλιξη αυτή ως δική του απόφαση για να πάρει την πολιτική «κρέμα» από τα κανάλια.
Κατά τούτο, πράγματι, εκ πρώτης όψεως, ο Κυριάκος διαφέρει ριζικά από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος ως αρχηγός της Ν.Δ., πρώτον, χαρακτήρισε «unfair» στο Λονδίνο τον τρόπο που διεξήχθη το δημοψήφισμα του 1974 με αντικείμενο το δίλημμα «δημοκρατία ή βασιλεία», εξοργίζοντας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή σε μια περίοδο που, ευτυχώς για την παράταξη, δεν ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Τώρα, γιατί επέλεξε το Λονδίνο για να το πει αυτό, στο οποίο ζούσαν τότε διακεκριμένοι εφοπλιστές, φίλοι της βασιλικής οικογένειας, παντοιοτρόπως φίλοι της Ν.Δ., άγνωστον.
Ο ιστορικός του μέλλοντος θα αναζητήσει τα βαθύτερα κίνητρά του. Υποστήριξε όμως, με κόστος εσωτερικό, ότι η προεκλογική εκστρατεία για το δημοψήφισμα υπήρξε άνιση. Σε κάθε περίπτωση, ιστορικά, η σχέση του Μητσοτάκη με τη βασιλεία ήταν μετά το 1963 καλύτερη του Καραμανλή. Στον Παπαχελά διηγείται πως αύξησε την ετήσια χορηγία της, σε αντίθεση με την ΕΡΕ.
Δεύτερον, επιχείρησε ως πρωθυπουργός, τον Δεκέμβριο του 1991, την αποφυλάκιση των πρωταιτίων του πραξικοπήματος του 1967. Ασχέτως αν, υπό το βάρος των αντιδράσεων και της ισχνότατης κοινοβουλευτικής του πλειοψηφίας, αναγκάστηκε να ανακρούσει πρύμναν, η πρωτοβουλία τού πιστώθηκε από τον εθνικιστικό χώρο.
Τρίτον, διατηρούσε καλές σχέσεις ακόμη και με εκδότες που κινούνταν σε αυτόν τον χώρο. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν κατά περιόδους σε ανοιχτή γραμμή με τον αείμνηστο εκδότη της «Ελεύθερης Ωρας» Γρηγόρη Μιχαλόπουλο, τον οποίο, από όσο ξέρω, εμπιστευόταν. Στις σχέσεις του με το τμήμα αυτό του ελληνικού Τύπου φρόντιζε να μη δίδει ποτέ… στόχο, αφορμή για παρεξηγήσεις δηλαδή.
Αφού επισημάνω με έμφαση ότι μέρος της αντίδρασης του Κυριάκου Μητσοτάκη απέναντι στην Ακροδεξιά διαμορφώνεται πρωτίστως από κριτήρια γεωπολιτικά (αντισημιτισμός) και δευτερευόντως εσωτερικά ιδεολογικά, πρέπει να επισημάνω το εξής: η πραγματική διαφορά του Κυριάκου από τον πατέρα του Κωνσταντίνο εις ό,τι αφορά την Ακροδεξιά είναι ότι, ενώ ο δεύτερος είχε άριστες σχέσεις και με τον κόσμο της και με τις κατά καιρούς ηγεσίες της, ο πρωθυπουργός σπρώχνει τον κόσμο της εκτός της παράταξης, στο κατ’ αυτόν πολιτικό παραπέτασμα, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι εχθρικός στις ηγεσίες της – αντιθέτως.
Τις χρειάζεται! Τις χρειάζεται για να τις εργαλειοποιεί, ώστε να υπηρετούν συνειδητά ή, το πιθανότερο, ασυνείδητα, το πολιτικό του παιχνίδι για τη χάραξη των νέων διαχωριστικών γραμμών. Μετά τη διάλυση του παλαιού μεταπολιτευτικού Κέντρου και την εμπέδωση της πεποίθησης ότι η Ν.Δ. γίνεται το νέο Κέντρο, ο πρόεδρος της Ν.Δ. χρειάζεται επειγόντως έναν νέο μεγάλο εχθρό για να συσπειρώνει όλο τον χώρο του και να καλλιεργεί την εντύπωση ότι η Ν.Δ. έχει αντίπαλο.
Υπό αυτή την έννοια, η Ακροδεξιά -ακριβέστερα, τμήμα αυτής-, μετεξελισσόμενη από αυθάδης αντισυστημική σε χρήσιμη συστημική Ακροδεξιά, είναι φυσικός σύμμαχος του κυρίου Μητσοτάκη. Χωρίς αυτήν, τόσο η Ν.Δ. όσο και το πολιτικό σύστημα γενικότερα αντιμετωπίζουν υπαρξιακή κρίση. Ενώ, καλλιεργώντας, κατά τα πρότυπα της Γαλλίας, το δίλημμα «δημοκρατία ή φασισμός» και περιχαρακώνοντας έναν κόσμο σε σχήματα που αποτελούν εύκολο πολιτικό στόχο, (νομίζει ότι) κάθε αναμέτρηση αποκτά διακύβευμα.
Για εμάς, τους κάπως παλαιούς, που δεν «ψηνόμαστε» εύκολα από επικοινωνιακές ενέργειες αποκλεισμού ακροδεξιών κομμάτων από προεδρεία του Κοινοβουλίου ή από προεδρικές δεξιώσεις (ώστε να σηματοδοτηθεί στον ξένο παράγοντα η αταλάντευτη εναντίωση της Ν.Δ. στον εξτρεμισμό), μερικά πράγματα «φωνάζουν» από μακριά. Χιλιάδες πολίτες έστειλαν ακροδεξιά κόμματα για να ταρακουνήσουν τη Βουλή και να αναστατώσουν το πολιτικό σύστημα με τον αντισυστημικό τους λόγο, αλλά, αντ’ αυτού, βλέπουν έναν μήνα τώρα φοβισμένους ανθρώπους να μη λένε λέξη για την κυβέρνηση (ειδικώς μετά το Βίλνιους), πολύ δε περισσότερο για το πρόσωπο του κυρίου πρωθυπουργού. Δεν είναι κάπως περίεργο αυτό;
Είναι βεβαίως θετικό για τη δημοκρατία μας, σε αντίθεση με τα βίαια επεισόδια που, για να να σταματήσουν, καλείτο η… «Φρουράααα!» του Κοινοβουλίου, αλλά, από την άλλη, η «απεργία» είναι τέτοια που προκαλεί δεύτερες σκέψεις! Για ανταλλαγές και παζάρια επί άλλων, προσωπικών θεμάτων.
Ισως δηλαδή -καταλήγω- ο πρωθυπουργός παρασκηνιακώς να μην είναι και τόσο εχθρικός απέναντι στην (φρόνιμη συστημική) Ακροδεξιά, στο μέτρο που αξιοποιεί αριστοτεχνικά το σκιάχτρο της για να παρατείνει την πολιτική του ηγεμονία. Αρα, κατά βάθος μπορεί και να συμφωνεί με τον πατέρα του. Η διαφορά τους είναι θέμα στιλ και ουσίας.
Ο επίτιμος ήθελε τους «νομιμόφρονες» ψηφοφόρους της Ακροδεξιάς για εσωκομματικό στήριγμα, ο Κυριάκος χρειάζεται τις «φανατισμένες» ηγεσίες της για ιδεολογικό άλλοθι. Εδώ που τα λέμε, όχι και άσχημα.