Πολιτικοί, παράγοντες και πλούσιοι
Δημοκοπούν σαν υπερούσιοι
«Χρέος, αυταπάρνηση, καθήκον!»
μάθημα ψεύδους, παράδοση κατ’ οίκον.
Οι ακρίδες του τόπου πάνε λεφούσι
σε ξόδια πιλότων, οργάνων της τάξης
Αφήνουν κι ένα τριήμερο μούσι
Δήθεν πενθούν… Να μην τους κράξεις!
Οσα αγνοούν τα συμμερίζονται
στα λόγια, πάντοτε, όχι στις πράξεις
διότι όποτε κίνδυνο μυρίζονται
τηρούν το «κάλλιον είναι να λουφάξεις»
Σε κηδείες παρίστανται ηρώων.
Δούρειοι ίπποι σε οικίες Τρώων
Κεφάλι σκυμμένο, «άφατη» λέν’ η θλίψη
Μετά σε κλέβουν πάλι, δίχως καμία τύψη
«Επεσε σαν Ελληνας, ήταν γενναίος»,
λυγμοψελλίζει ο κατά συρροήν απατεών
«Και είναι κρίμα που χάθηκε ο νέος»
συνεχίζει του κυνοβούλιου ο Τυφών…
Σφίγγει χέρια, τους οικείους συλλυπείται
Θέλει συμπάθειες, ψάχνει για ψήφους
Στις τηλεοράσεις θέλει να τον δείτε
Βέρος εκπρόσωπος του ανυπάρκτου ήθους
Η τελετή σεμνή, κάποτε τελειώνει
επιτέλους, παύει η ορθοστασία
μια λιγούρα τον κοντοζυγώνει
ώρα για μάσα, ξάπλα, ησυχία
Θα φάει καλά, θα πάει να ξαποστάσει
Το θέρος έφτασε, λίαν καυτό
Σε θαλαμηγό θα το περάσει
με τον μονάκριβο τον χορηγό
Πάντα προσεύχεται στον Ασμοδαίο
να τον κρατάει νέο κι ικανό
να πείθει τα πάμπολλα κορόιδα
να θυσιάζουν γι’ αυτόν κόρη και γιο.
Οι δε χαροκαμένοι πηγαίνουνε στο μνήμα
Πλένουν τα μάρμαρα, ανάβουνε καντήλια
τραβούν απ’ τις πλάκες τα άγρια χόρτα.
Πήραν μια σύνταξη κι έξω απ’ την πόρτα!