«Τι θα πει ραγιάς; Ραγιάς είναι εκείνος που τρέμει τους μπάτσους του Τούρκου, που είναι σκλάβος του φόβου του. Ο ραγιάς είναι μισός άνθρωπος. Τη ραγιαδοσύνη του την ονομάζει αναγκαία φρονιμάδα. Τον κυνηγάς και κρύβεται. Τον δέρνεις κι ακόμα σκύβει. Τον σκοτώνεις και σωπαίνει!».
Τέτοιες μέρες θυμάσαι τον Ιωνα Δραγούμη πιο έντονα. Εκατόν τρία χρόνια μετά την άνανδρη δολοφονία του από τους παρακρατικούς βενιζελικούς του Γύπαρη (31/7/1920), συνειδητοποιείς ότι μπορεί να μην υπάρχει πια ο Τούρκος δυνάστης στον ελλαδικό χώρο, αλλά «οι φιλήκοοι των ξένων» εξακολουθούν να συμπεριφέρονται ως ραγιάδες στα νέα αφεντικά αυτού του τόπου. Διότι μόνο ως «τόπο» μπορούν να τον αντιληφθούν αυτοί οι νεοραγιάδες. Η έννοια της «πατρίδας», ως η γη των πατέρων, ως μία αδιάσπαστη ταυτοτική συνέχεια αξιών και βιοτής, δεν τους είναι πλέον αντιληπτή.
Αυτές τις μέρες, όμως, θυμάται κανείς και τον Ιωάννη Μεταξά, που 16 χρόνια αργότερα (4/8/1936) αναλάμβανε την κυβέρνηση της πατρίδας, οδηγώντας τον ελληνικό λαό στην ενδοξότερη σελίδα της Ιστορίας του μετά την Εθνεγερσία του 1821.
Πώς, όμως, αυτό το άθλιο συνονθύλευμα γραικύλων, που ο Δραγούμης φτάνει να τους χαρακτηρίσει «ελεεινούς» και «άκαρδους», «ανίκανους» να φυλάξουν «τα χώματα και τα δένδρα» της πατρίδας τους, έφτασε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να μεγαλουργήσει και να γίνει θαυμαστό σε όλη την ανθρωπότητα για τον ηρωισμό και την αυταπάρνησή του;
Αναμφισβήτητα, οι στρατιωτικές και διοικητικές ικανότητες του Μεταξά και η προσεκτική εκ μέρους του επιλογή άξιων συνεργατών του συνετέλεσαν καθοριστικά προς τον σκοπό αυτό. Και η πνευματική παρακαταθήκη των έργων του Δραγούμη απετέλεσε το εφαλτήριο της αφύπνισης του λαού. Μία πνευματική παρακαταθήκη που προφανέστατα υιοθέτησε και επηρέασε τον Ιωάννη Μεταξά.
Εξάλλου, Μεταξάς και Δραγούμης έζησαν μαζί δύσκολα χρόνια στην εξορία τους στην Κορσική (1917 κ.ε.), όπου η επαφή τους και οι συζητήσεις τους ήταν συχνές και πολύωρες. Είχε προηγηθεί η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, όπου ο Μεταξάς παρέλαβε την υπογραφή του Ταχσίν πασά στο πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης, που είχε συντάξει ο Δραγούμης.
Τα κοινά αυτά βιώματα και η διεκδικητική διπλωματική νοοτροπία του Δραγούμη επηρέασαν καθοριστικά τις κυβερνητικές επιλογές του Μεταξά, δύο δεκαετίες αργότερα, διαμορφώνοντας παράλληλα και σφυρηλατώντας το όραμά του για την Ελλάδα που ονειρευόταν.
Ηδη από το 1929 στο ημερολόγιό του αποτυπώνεται εύγλωττα η επιρροή αυτή, με το ίδιο δραγούμειο πάθος, το τόσο κυρίαρχο και αγνό σε όλα τα έργα του:
«Εκείνο που ξέρω είναι ότι είμαι ένα πράγμα με την Ελλάδα. Σαρξ εκ της σαρκός της» (26/12/1929).
«Φιλοδοξία δεν έχω πλέον, ήταν το κίνητρο της ενεργητικότητός μου. Μόνον αίσθημα καθήκοντος. Θα κάμω το καθήκον μου προς την Ελλάδα, όχι όμως αυτόκλητος… Εκτός κινδύνου της χώρας. Τότε θα προσφερθώ μόνος μου και, εάν δεν με θέλουν, θα τραβηχθώ πάλιν» (30/12/1929).
«Ειμπορεί κανείς να μη προσπαθήση μόνος του να υπηρετήση, χωρίς να περιμένη να τον καλέσουν; Εχει κανείς δικαίωμα να κρύψη τον λύχνον υπό το μόδιον; Τι θα απαντήση κανείς στον Θεό όταν ερωτηθή τι έκαμε τα τάλαντα που του έδωσε;» (31/12/1929).
Ιων Δραγούμης και Ιωάννης Μεταξάς. Δύο προσωπικότητες που ένιωθαν ότι δεν γεννήθηκαν για να ζήσουν απλώς στην εποχή τους, αλλά ως υλικό για μελλοντικές μνήμες. Ετσι έζησαν και έτσι εξακολουθούν να ζουν!
Γιάννης Χ. Κουριαννίδης
δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης
«Θεσσαλονίκη Πόλη Ελληνική»
ioanniskouriannidis@yahoo.com