Ολος ο σαματάς του θέρους, τελικά, μάλλον δεν γίνεται για να θαυμάσουμε τον πρώην γελωτοποιό Ζελένσκι και νυν ηγέτη της κατεστραμμένης Ουκρανίας να κορδώνεται δίπλα στον χαχανίζοντα πρωθυπουργό της αδιάκοπα καταστρεφόμενης Ελλάδας.
Αυτό το θέαμα δεν πείθει, δεν εμπνέει, δεν ενθουσιάζει ούτε καν τους μισθοδοτούμενους του συστήματος που παράγει τέτοιες… οπτασίες. Η θερινή μανούρα έχει πάγια θεματολογία και αφορά τη γαστρονομία: Ενα από τα εποχικά ζητήματα – διλήμματα – προκλήσεις είναι να δοκιμάσουμε αν ταιριάζουν το ηλιέλαιο, το σογιέλαιο και το καλαμποκέλαιο στην παπαδιασμένη και εξωφρενικά ακριβή χωριάτικη σαλάτα που έχει κόψει ο κάπελας από τα ψες.
Πώς, άραγε, μπορούν να ξανανιώσουν το μαραμένο αγγούρι και η σταφιδιασμένη ντομάτα, αν πέσει πάνω της μια στρώση από κάτι που θυμίζει ελαιόλαδο αλλά φωνάζει από μακριά ότι δεν είναι; Πόσο άρτια μπορεί να μεταμφιεστεί σε φέτα μια (απροσδιόριστης προέλευσης) λευκή μάζα, που στο ράφι του σούπερ μάρκετ αποκαλείται «τυρί»; Είναι δυνατόν μια τσιπούρα που μεγάλωσε πίσω από τα… κάγκελα ιχθυοτροφείου να υποστεί «ξέπλυμα» του ανελεύθερου παρελθόντος της και να μας σερβιριστεί σαν «πελαγίσια»; Θα τη σερβίρει θριαμβικά και θα τη χρεώσει… επικά ο φαινομενικά φιλόξενος εστιάτορας, που έχει τεράστια εμπιστοσύνη στην αδαημοσύνη των πελατών του για τα μυστήρια της θαλάσσης – κι ένα απ’ αυτά είναι ο βίος και η πολιτεία όσων εδεσμάτων προσφέρει στους πελάτες.
Και λίγο με το φαγητό, λίγο με το ποτό, λίγο με το κυνήγι του πόσιμου νερού (είδος εν ανεπαρκεία στους τουριστικούς προορισμούς με τα τζιμάνια τους δημάρχους), θα περάσει κι αυτό το καλοκαίρι. Θα αφήσουμε πίσω μας ακόμα έναν ρομαντικό Αύγουστο και θα μας συνοδεύσουν στη δουλειά η σκιά και η οσμή από την τέφρα των… προστατευόμενων δασών (βλ. Δαδιά) που κατάπιαν οι φλόγες. Ετσι θα κλείσει τον φαύλο κύκλο της ακόμα μια θερινή ανάπαυλα βαμμένη με γνήσια νεοελληνέζικα χρώματα κι αρώματα. Και του χρόνου καλά να είμαστε να ζούμε σε βάρος του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντός μας.