Η κυβέρνηση, με την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτη στην Αγκυρα στις 5 Σεπτεμβρίου, εγκαινιάζει ένα νέο κεφάλαιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με -ενδεχόμενες- ιστορικές επιπτώσεις διμερώς και στις ευρύτερες ισορροπίες της ανατολικής Μεσογείου.
Ουσιαστικά, δεν πρόκειται για συνήθη γύρο διαλόγου, που είναι απολύτως αναγκαίος και επιβεβλημένος για την εκτόνωση της έντασης, αλλά για μία απολύτως καινούργια διαδικασία με υψηλό ρίσκο και έλλειψη διαφάνειας.
Προεκλογικά, ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης, ενώ ενέδωσε στον επικίνδυνο πειρασμό εκμετάλλευσης της τραγικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ στη Θράκη, απέφυγε επιμελώς να παρουσιάσει τις θέσεις του επί ολόκληρου του φάσματος των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μετεκλογικά, η αδιαφάνεια συνεχίζεται. Η πρακτική του πρωθυπουργού εμφανίζεται φυσιολογική, λόγω της ασφαλούς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αλλά θα αποδειχθεί λανθασμένη. Γιατί η εφαρμογή σημαντικών αποφάσεων θα απαιτήσει εσωκομματική και διακομματική συναίνεση που δύσκολα θα εξασφαλιστεί, αν συνυπολογιστούν τα συσσωρευόμενα εσωτερικά προβλήματα τους προσεχείς μήνες.
Ταυτόχρονα, βέβαια, δεν είναι δυνατόν να γίνεται δίκη προθέσεων του πρωθυπουργού (ότι «τα δίνει όλα στους πειρατές» κ.λπ.), καθώς -στην παρούσα φάση τουλάχιστον- η επικίνδυνη διάσταση αφορά, κυρίως, τη μορφή της νέας διαδικασίας και όχι το καθαυτό περιεχόμενο των συζητήσεων. Είναι δε κάπως ενθαρρυντικό ότι ο κ. Μητσοτάκης (ίσως διδαχθείς από το ναυάγιο της συνάντησης του Βοσπόρου, τον Μάρτιο του 2022) μίλησε, προ μηνός στη Λευκωσία, για «σταδιακή και αναστρέψιμη» πορεία βελτίωσης των ελληνοτουρκικών και ευρωτουρκικών σχέσεων, χωρίς «να είμαστε αφελείς». Αντίθετα, στον Βόσπορο είχε ευχαριστήσει δημόσια έξι φορές τον κ. Ερντογάν, εκφράζοντας βεβαιότητα για επικείμενο ήρεμο καλοκαίρι. Απέτυχαν οικτρά η τακτική και οι προβλέψεις του και -το χειρότερο- δεν διέψευσε ποτέ τους εξωφρενικούς ισχυρισμούς του κ. Ερντογάν για διάλογο εφ’ όλης της ύλης χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς την ασφάλεια του Διεθνούς Δικαίου, της Ε.Ε. και της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Κατόπιν αυτών, τρία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της διαδικασίας που θα περιγράψουν, επί της αρχής, ο κ. Γεραπετρίτης και ο ομόλογός του Χ. Φιντάν, αναμένοντας την οριστικοποίησή τους από τους κυρίους Μητσοτάκη και Ερντογάν εντός του Σεπτεμβρίου:
– Πρώτον, υπάρχει αμοιβαία πρόθεση αναβάθμισης σε «πολιτικό διάλογο» των, έως τώρα, υπηρεσιακών-τεχνοκρατικών επαφών στο επίπεδο των διπλωματών. Πρακτικά, δρομολογούνται η υποβάθμιση ως -ντε φάκτο- κατάργηση, αφενός, των διερευνητικών επαφών (ως άτυπες, προστάτευαν την ελληνική πλευρά από παράλογες αξιώσεις) και, αφετέρου, των πολιτικών διαβουλεύσεων σε επίπεδο γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών (απαιτείτο στοιχειώδης συμμόρφωση της Αγκυρας πριν από την εμπλοκή των κυβερνήσεων). Σημειώνεται ότι, κατά τις ελληνοτουρκικές επαφές του Μαρτίου και του Μάιου 2021, η Αθήνα δεν δέχθηκε τις απαιτήσεις της Αγκυρας για αλλαγή της μορφής των διερευνητικών και ουσιώδη πολιτικό χαρακτήρα των υπηρεσιακών διαβουλεύσεων. Στον νέο «πολιτικό διάλογο» πρωταγωνιστικός θα είναι ο ρόλος της υφυπουργού Εξωτερικών, πρέσβεως Αλ. Παπαδοπούλου.
– Δεύτερον, θα επιβεβαιωθεί η αναζήτηση νέων Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) μεταξύ των υπουργείων Εθνικής Αμυνας και των γενικών επιτελείων. Ωστόσο, σημείο τριβής παραμένει το πεδίο εφαρμογής των ΜΟΕ. Η ελληνική πλευρά κρίνει χρησιμότερα τα διμερή, ενώ η τουρκική εμμένει στην υιοθέτηση πρόσθετων ΜΟΕ βάσει των προτάσεων της Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ για τον λεγόμενο «μηχανισμό αποτροπής κρίσεων» (deconfliction mechanism) στην ανατολική Μεσόγειο.
– Τρίτον, θα επιδιωχθεί ταχεία πρόοδος στη λεγόμενη «θετική ατζέντα» των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων (υποδομές, πολιτική προστασία, τελωνεία, ναυτιλία, επενδύσεις κ.λπ.), ώστε να προετοιμαστεί καλύτερα το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας (ΑΣΣ) στη Θεσσαλονίκη, στα τέλη του έτους. Διαφορετικά, το ΑΣΣ, που σχεδόν έχει εξαντλήσει τη χρησιμότητά του έπειτα από 53 (!) συμφωνίες, διακηρύξεις και μνημόνια κατανόησης από το 2010 έως το 2016, κινδυνεύει να αποδειχθεί «φούσκα».
Ασφαλώς η κυβέρνηση οφείλει να αναλογιστεί και τις περιφερειακές εξελίξεις, καθώς η Τουρκία αναβαθμίζει τις σχέσεις της με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ενώ εργαλειοποιεί την Αλβανία και τη Λιβύη κατά της Ελλάδας, χωρίς αξιόπιστη αντίδραση.
*Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη