Ο πρώην πρέσβης της Γερμανίας στην Αθήνα Βόλφ-γκανγκ Σούλτχαϊς, σε πρόσφατη ομιλία του στη Βιένη σχετικά με την ελληνική κρίση, δήλωσε ότι γνώρισε πολλούς Έλληνες πολιτικούς αλλά εκτίμησε μερικούς. Για τους υπόλοιπους, είπε, ποτέ δεν μπόρεσε να αντιληφθεί «πώς ήταν δυνατό να αποφασίζουν χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν το κοινό συμφέρον». Για τον Τσίπρα δήλωσε επίσης ότι «είναι πολιτική ιδιοφυΐα επειδή πράττει ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που υπόσχεται».
- Από τον Αλκιβιάδη Κ. Κεφαλά
Η επικαιρότητα μετά τις εκλογές επιβεβαίωσε ότι η τελευταία παρατήρηση του πρώην πρέσβη της Γερμανίας δεν ισχύει μόνο για τον τέως πρωθυπουργό αλλά επίσης για τον διάδοχό του, ο οποίος με αφορμή την εποικιστική διαδικασία όχι μόνο δήλωσε ότι είναι υπερήφανος που ο πληθυσμός της Ελλάδας γίνεται πολυπολιτισμικός, αλλά ακόμη ότι είναι και αισιόδοξος για την απογείωση της οικονομίας της Μακεδονίας, αυτής που ακόμα ανήκει στην Ελλάδα, επειδή μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών τα μακεδονικά προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα θα προσδιορίζονται στις διεθνείς αγορές με το εθνικό γράμμα «Μ».
Ετέρα πολιτικός της Ν.Δ. είχε τη μεγαλοφυή ιδέα εγκατάστασης ισλαμικών πληθυσμών στα εγκαταλειμμένα ορεινά χωριά της Ελλάδας, επειδή, όπως ισχυρίστηκε, με αυτή τη διαδικασία θα λυθεί το οικονομικό και δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Επίσης, τώρα που ο ελληνικός λαός μετέχει μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, παρουσιάζεται στον δημόσιο λόγο το αίτημα να σταματήσει η εκτροφή χοιρινού κρέατος στην Ελλάδα για να μη θίγεται το θρησκευτικό αίσθημα των εποίκων.
Ουδεμία σημασία έχει ότι αντίστοιχες πολιτικές δηλώσεις ουδέποτε παρουσιάστηκαν την προεκλογική περίοδο, επειδή εξ ορισμού «η πολιτική είναι η τέχνη της εξαπάτησης». Αντιθέτως, έντονο προβληματισμό αποτελεί η κοινωνική αφωνία στις πολιτικές πράξεις, όχι μόνο επειδή επηρεάζουν αρνητικά την καθημερινότητα των πολιτών αλλά κυρίως επειδή προδικάζουν ένα ζοφερό μέλλον για την πατρίδα μας.
Έκπληξη αποτελεί επίσης και η απονεύρωση των πνευματικών και των θρησκευτικών ανακλαστικών των Ελλήνων, καθώς και η ακύρωση της λειτουργίας των θεσμικών δομών. Τη στιγμή που η χώρα συγκλονίζεται από την απόφαση της κυβέρνησης να αφελληνίσει τη χώρα, οι φορείς και οι θεσμοί που μέχρι πρότινος αποτελούσαν τους προμαχώνες του Ελληνισμού συντονίζονται στο ίδιο μήκος κύματος με την πολιτική εξουσία και τους ξένους εντολείς της. Έτσι, η Προεδρία της Δημοκρατίας φαίνεται ότι δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία των κατακλυσμιαίων γεγονότων που συντελούνται και απειλούν να σύρουν τη χώρα στο έρεβος. Αρκείται μόνο να επαναλαμβάνει διαρκώς τη γνωστή ρήση «κλισέ» περί «ευρωπαϊκών κεκτημένων», «διεθνούς δικαίου» (άραγε πού το είδε αυτό), περί «εταίρων» (οι οποίοι σφράγισαν τα βόρεια σύνορα της χώρας).
Η ηγεσία της Εκκλησίας επίσης πορεύεται τη «μακαρία οδό» της προσαρμογής και συναίνεσης, αντί να βαδίσει την ατραπό της αντίστασης, μετατρέποντας τους ιερούς χώρους της Ορθοδοξίας σε βακούφια και μεντρεσέδες.
Ο Στρατός αντιστοίχως συμμετέχει αφενός στην ταχύτατη μεταφορά των εποίκων από τα τουρκικά παράλια στην Ελλάδα και αφετέρου επιδεικνύει υπερβάλλοντα ζήλο στην εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών τους, ακυρώνοντας έτσι την αποστολή του, που είναι η υπεράσπιση της πατρίδας από κάθε ένοπλο ή άοπλο εισβολέα.
Από τη συγχορδία του αφελληνισμού δεν θα μπορούσε να είναι απούσα και η ακαδημαϊκή κοινότητα. Αυτή ακόμα μια φορά περιφρονεί τα «υλικά» προβλήματα των κοινών θνητών και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η χώρα, εμμένοντας στην ανώτατη πνευματική εξάσκηση της ανάλυσης των ρόλων καθώς και της «ουσίας και του είναι» των συμβολισμών των μολότοφ, του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης στο νέο «προτσές του μετασχηματισμού της κοινωνίας».
Κρίνοντας από τη γενική συναίνεση των ελίτ, των πολιτικών και της κοινωνίας στον εποικισμό, μπορούμε να εξαγάγουμε αβίαστα το συμπέρασμα ότι σε αντίθεση με άλλους ευρωπαϊκούς λαούς η ελληνική κοινωνία, την περίοδο που μεσολάβησε από την Επανάσταση του 1821 ως σήμερα, απέτυχε στη διαδικασία «εξελληνισμού» της.
Δηλαδή ο ελληνικός λαός απέτυχε να αποκτήσει ένα ισχυρό πνευματικό πλαίσιο ελληνικότητας με συνείδηση πολιτισμικής καταγωγής και Ιστορίας, ώστε να μπορέσει να διατηρήσει την ταυτότητά του και να αντισταθεί στις κατακλυσμιαίες ετερογενείς πληθυσμιακές και πολιτισμικές εισβολές. Η Ελλάδα φαίνεται ότι είναι δυστοπία επειδή ποτέ δεν ανήγειρε ένα μεγαλοπρεπές μνημείο της Επανάστασης του 1821, όπως έχουν πράξει οι χώρες που τιμούν την εθνική τους ολοκλήρωση.
Αντιθέτως, ο εορτασμός των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821 συμπίπτει με την επαναφορά της ισλαμικής μαντίλας στην Ελλάδα και συνεπώς οι φιέστες και τα πανηγύρια, όπως και η διοχέτευση του πακτωλού χρημάτων στις κατάλληλες τσέπες, δεν θα αποτελέσουν τίποτε περισσότερο από ένα κινηματογραφικό έργο του Τρίο Στούτζες.
*Διδάκτωρ Φυσικής του Πανεπιστημίου του Manchester, UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών