Στη μακρά πορεία μου στη δημοσιογραφία -τον Σεπτέμβριο συμπλήρωσα, με τη βοήθεια του Θεού, 30 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας στον αθηναϊκό Τύπο– είχα την ευκαιρία να γνωρίσω πολλές εύπορες και πολλούς εύπορους κυρίες και κυρίους του ελληνικού επιχειρείν που θέλησαν να έχουν συμμετοχή στον δημόσιο βίο. Γράφω «θέλησαν», γιατί ο κανόνας που ακολουθούν με ευλάβεια οι ελίτ στην πατρίδα μας και στον κόσμο όλο είναι η πάση θυσία αποφυγή της δημοσιότητας. Για λόγους ελευθερίας -κινούνται ανετότερα μέσα στην ανωνυμία- και για λόγους ασφαλείας των ιδίων και των οικογενειών τους. Οι αναγνωρίσιμοι γίνονται στόχος.
Οι πρώτες κυρίες που είχα την τύχη να γνωρίσω άλλοτε διακρίνονταν για το θάρρος και την αποφασιστικότητά τους, άλλοτε για τη σιδηρά πυγμή και πειθαρχία τους, και άλλοτε για την ευαισθησία τους. Κοινό χαρακτηριστικό όλων: Καμία, ποτέ, δεν άφησε μισή χαραμάδα για να σου περάσει ακόμη και ως υποψία από το μυαλό η ιδέα ότι είναι ευάλωτη. Από παντού «ανέβλυζε» δύναμη.
Το περασμένο Σάββατο το βράδυ 30 Σεπτεμβρίου, μέρα κατά την οποία εορτάζεται με απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή από το 2007 η Ημέρα των Εθνικών Ευεργετών, ο κανόνας άλλαξε. Για πρώτη φορά άκουσα από το βήμα του ιστορικού Ζαππείου Μεγάρου φωνές ισχυρών με συστολή. Με συναίσθημα. Με μέτρο και ταπεινότητα. Η Μαριάννα Λάτση και η Ελευθερία Ντεκώ, τις οποίες τίμησε η πρόεδρος του ιστορικού μεγάρου που έχει ταυτιστεί με τόσες ιστορικές στιγμές της εθνικής μας ζωής, η Χρυσάνθη Βαγενά, μας «δίδαξαν» τι σημαίνει ισχύς sotto voce.
Τι σημαίνει σύνοψη. Τι σημαίνει να σε βραβεύουν και να κοκκινίζεις, αντί να φουσκώνεις σαν το παγόνι. Τι σημαίνει χαμηλό βλέμμα. Οση ώρα διήρκεσε η συντομότατη, πλην ουσιαστική, ομιλία της Μαριάννας Λάτση, αυτό που έφτανε στο ακροατήριο ήταν η ενέργειά της. Το συναίσθημά της. Το μυστικό δάκρυ της. Καθώς «δάκρυζε» χωρίς να δακρύσει. Εμενε να αιωρείται ο λυγμός της χωρίς να ξεσπά. Μιλούσε για τον πατέρα της Γιάννη και για τον σύζυγό της Νίκο με τόση αγάπη, που έδειχνε ότι ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμη να καταρρεύσει βουρκωμένη μπροστά μας. Αδιαφορώντας για το αν υπήρχε ακροατήριο. Γιατί κατά βάση «μιλούσε» σε αυτούς. Η φωνή της έβγαινε κυριολεκτικά μέσα από την ψυχή της, δεν είχε τίποτε το φτιασιδωμένο και τίποτε το πλαστό. Τον καταλαβαίνεις τον ειλικρινή. Εντυπωσιάστηκα.
Δεν διστάζουν να εκτίθενται
Εχουν οι ελίτ συναισθήματα, λοιπόν; Δημόσια αισθήματα, γιατί ιδιωτικώς ασφαλώς όλο και κάποια θα έχουν. Πριν ακούσω όσα άκουσα από την κυρία Λάτση, θα απαντούσα «πιθανόν όχι». Αλλά, ναι, έχουν και δεν διστάζουν καμιά φορά να εκτίθενται. Και να μοιράζονται αυτά τα συναισθήματά τους μαζί με τους πολλούς. Η ευεργεσία δεν είναι υποχρεωτική στις μέρες μας, όπως η χορηγία στους αρχαίους χρόνους. Αν θες, βοηθάς. Αν δεν θες, δεν το κάνεις. Πολύ περισσότερο δεν σου ζητά κανείς να εξηγήσεις γιατί δεν το κάνεις. Υπάρχουν ωστόσο άνθρωποι που θεωρούν χρέος τους να επιστρέφουν στην κοινωνία μέρος του πλούτου τους, γιατί νομίζουν ότι τα λεφτά που κέρδισαν οι ίδιοι ή κληρονόμησαν από τους γονείς τους δεν τους ανήκουν. Και πως ένα τμήμα τους πρέπει να επιστρέφει στον κόσμο. Ως επιστροφή δεν νοούνται μόνο οι επενδύσεις που φέρνουν νέες θέσεις εργασίας. Είναι και το να στέκεσαι δίπλα στον αδύναμο.
Η Μαριάννα Λάτση είπε κάτι πολύ όμορφο στη σύντομη ομιλία της: «Μεγαλώνοντας, καταλαβαίνω ότι όσο βαδίζουμε στον δρόμο της φιλανθρωπίας τόσο πιο πολύ συνειδητοποιούμε ότι δεν θα δούμε ποτέ το τέλος του. Γιατί κάθε φορά σκέπτομαι ότι αυτό που κάναμε δεν είναι αρκετό». Η εντύπωση μου, όμως, είναι ότι η Μαριάννα Λάτση συνεχίζει άλλοτε δημοσίως και άλλοτε διακριτικώς να στέκεται δίπλα σε ανήμπορους ανθρώπους, γιατί με αυτόν τον τρόπο «κρατά» στη ζωή τον πατέρα της Γιάννη (από τον θάνατο του οποίου συμπληρώθηκαν φέτος 20 ολόκληρα χρόνια), αλλά και τον σύζυγό της Νίκο. Οπως εξήγησε πολύ ωραία, για τον Γιάννη Λάτση η ευεργεσία «δεν ήταν μόνο πράξη αλτρουισμού, ούτε μηχανισμός αποκατάστασης ανισοτήτων, αλλά ήταν για αυτόν ένας δρόμος προσωπικής εξέλιξης. Μια διαρκής διαδικασία επανασύνδεσης με τις ρίζες του, μια σιωπηρή εξομολόγηση που δεν επιτρέπει βραβεύσεις, τιμές και ανταμοιβές».
Ταπεινοί εθνικοί ευεργέτες
Ρώτησα χθες έναν κορυφαίο του δημόσιου βίου μας, όταν σκεφτόμουν να γράψω αυτό το σημείωμα, αν γνωρίζει τη Μαριάννα Λάτση και αν είναι όντως έτσι καλόκαρδη, συνεσταλμένη και συναισθηματική και ιδιωτικώς. Γιατί καμιά φορά η δημόσια εικόνα μάς ξεγελά. Μου απάντησε χωρίς περιστροφές «τόσο και άλλο τόσο». Κάνοντας μάλιστα την αντίστιξη με τον μάλλον ψυχρό, τεχνοκράτη αδελφό της. Εάν είναι έτσι, λοιπόν, είναι ευτύχημα για την πατρίδα μας να διαθέτει τέτοιους εθνικούς ευεργέτες. Ταπεινούς. Αντίστοιχος είναι ο Θανάσης Μαρτίνος, που βραβεύτηκε πέρυσι από την Ηπειρώτισσα Βαγενά, τον οποίο βλέπεις να εκκλησιάζεται ανήμερα της Παναγίας σε ένα εκκλησάκι στην Αντίπαρο μαζί με τους ντόπιους, χωρίς τουπέ. Εκείνος, όμως, είναι κλειστός. Εσωστρεφής. Δεν εξωτερικεύει. Δεν μοιράζεται. Κουβαλά τον δικό του σταυρό.
Είθε ο εορτασμός αυτής της μέρας και οι αποδιδόμενες τιμές να κινητροδοτήσουν και άλλους σπουδαίους από την ελίτ μας για ευεργεσίες. Ο Ευαγγέλης Ζάππας και ο Γεώργιος Αβέρωφ, στους οποίους αναφέρθηκαν ο υπουργός Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης και η δυναμική πρόεδρος του Ζαππείου Χρυσάνθη Βαγενά στις ομιλίες τους, περιμένουν και άλλες σύγχρονες δικαιώσεις.
Ωστόσο, η Μαριάννα Λάτση δεν ήταν η μοναδική «σταρ» της βραδιάς. Ηταν και η Ελευθερία Ντεκώ. Η διάσημη σχεδιάστρια φωτισμού, η οποία φώτισε την Ακρόπολη κατά τρόπο μοναδικό. Η Βαγενά, που σφράγισε τις δύο θητείες της με το αποτύπωμά της, όπως το άπλετο φως στον περίβολο του Ζαππείου, η ολοκλήρωση του διαγωνισμού για την επαναλειτουργία της ιστορικής Αίγλης, η συντήρηση κιόνων του που κινδύνευαν από κατάρρευση, αποφάσισε σωστά να τιμήσει με ειδική διάκριση την κυρία Ντεκώ, η οποία ανέλαβε και ολοκλήρωσε κατόπιν παρακλήσεώς της δω-ρε-άν τον εσωτερικό και εξωτερικό φωτισμό του μνημείου.
Το κόστος του έργου θα ανερχόταν σε 300.000 ευρώ, αν καταβαλλόταν αμοιβή. Αλλά η -επίσης σεμνή- Ντεκώ δεν ζήτησε «φράγκο». Οι αξίες δεν αποτιμώνται μόνο σε ευρώ. Απλώς χάρισε τη ματιά της σε ένα ακόμη ιστορικό μνημείο, νεότερο αυτή τη φορά σε σύγκριση με την Ακρόπολη. Τη συνεχάρην, όπως και την κυρία Λάτση, και της είπα ότι είμαι κατά βάση συντηρητικός, αλλά πρέπει ενίοτε να τολμάμε, και ότι ο φωτισμός της στην Ακρόπολη έδωσε αυτό που έλειπε από το μνημείο. Είχε δίκιο η Μενδώνη που της τον ανέθεσε. Μου απάντησε το εξής καταπληκτικό: «Τα φύλλα ενός δέντρου δεν πρέπει μόνο να καμαρώνουν, αλλά να κοιτούν και προς τις ρίζες τους. Αυτό προσπαθώ να κάνω με τα μνημεία!» Ρίζες!
Η ίδια ακριβώς λέξη με αυτήν που μεταχειρίστηκε η Μαριάννα Λάτση. Για αυτές τις ρίζες πασχίζουμε και εμείς από αυτόν εδώ τον προμαχώνα, για αυτές και ο αναπληρωτής δήμαρχος Αθηναίων Λευτέρης Σκιαδάς, που μίλησε στην εκδήλωση για την ιστορία του Ζαππείου, για αυτήν όλοι μας. Γιατί η διαφήμιση έχει εν τέλει δίκιο: Οσο η Ελλάδα έχει ρίζες-ευεργέτες που δεν ξεχνούν από πού έρχονται, πρώτες κυρίες που μιλούν και δεν εκφωνούν, αλλά «νιώθουν», διανοουμένους που αγαπούν τη «συντήρηση» και δεν τη φοβούνται, μη φοβάσαι αυτή την Ελλάδα!