Ο Περικλής Γιαννόπουλος (1869-1910) δεν ήταν απλώς ένας λογοτέχνης και δοκιμιογράφος, αλλά ένας πρωτοπόρος στοχαστής, που όρισε τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει ο λαός μας, αν επιθυμεί να συνεχίσει να πορεύεται ελληνικά.
Στο δοκίμιό του «Η ελληνική γραμμή και το ελληνικό χρώμα» (δημοσιεύτηκε πρώτα στην εφημερίδα «Εστία» στις 12/4/1910) έγραφε υπέρ της λιτής, κλασικής γραμμής των κτισμάτων που ταιριάζουν στο έθνος μας, εναντιούμενος στις ογκώδεις, φαραωνικές κατασκευές που φαντάζουν προσβλητικές για το ελληνικό τοπίο. Παρατίθενται αποσπάσματα:
«Στρέψατε τα νώτα προς τον δύοντα ήλιον και παρατηρήσατε την κατάφωτον Ακρόπολιν. Παρατηρήσατε τον αναβαίνοντα λόφον με τα πεύκα του, τας ελαίας, τους αθανάτους, τας παραμικροτέρας γραμμάς. Παρατηρήσατε την φεύγουσαν καμπυλωτήν πλευράν των ροδοπετάλων βράχων από την θύραν της προς το θέατρον του Ηρώδου και πέραν· τα πάντα φέγγουν σαν γράμματα Βαλτάσαρ. Παρατηρήσατε τα Προπύλαια, τον φαινόμενον Παρθενώνα -ένα καλλιτεχνικόν έργον, άνθος φυσικόν θαυμάσιον, εναρμονιζόμενον και εκφράζον αυτήν-, τα πάντα φέγγουν, λάμπουν. […] Φαντασθήτε ότι είσθε εις τα Προπύλαια· φαντασθήτε ότι έχετε ενώπιόν σας οιονδήποτε τωρινόν οικοδόμημα. Όλαι αι αρχιτεκτονικαί και γλυπτικαί λεπτομέρειαι, αι περίοδοι, αι φράσεις, αι λέξεις, αι τελείαι, τα κόμματα, οι τόνοι, τα πνεύματα, τα πάντα διαβάζονται ανέτως, όπως τα γράμματα κρατουμένης εφημερίδος εις τα χέρια σας. Είναι η εντελής Ελληνική των πάντων εις τα πάντα: Σαφήνεια. […]
Η φυσική αυτή, διαυγεστάτη Γραφή της Γραμμής δεν είναι δυνατόν παρά να είναι η θεμελιώδης ιδέα, η θεμελιώδης βάσις, η αναπότρεπτος Ανάγκη, προς την οποίαν θέλουσαι και μη θέλουσαι θα συμμορφωθούν αι Τέχναι όλαι. Εις την φυσικήν αυτήν βάσιν στηριζόμενος ο νους θα δημιουργήση το είδος της γραφής της Γραμμής, πρωτίστως εις την Ζωγραφικήν, Γλυπτικήν, Αρχιτεκτονικήν και εις άπασας τας Τέχνας δι᾿ όλα ανεξαιρέτως τα αντικείμενα της ζωής. Και η γραμμή αυτή κατὰ φυσικήν ανάγκην θα είναι διαυγεστάτη. […] Ιδού η Ανάγκη της παντού και πανταχόθεν ηδονικής γραμμής. Φαίνεται: άρα δυνατόν να λεπτυνθή επ᾿ άπειρον. Ιδού η Ανάγκη της λεπτότητος. Φαίνεται άρα θα κτυπά άσχημα κάθε υπερβολική εξόγκωσις, κάθε φόρτωμα. Ιδού η Ανάγκη της ελλείψεως του πλήθους, του όγκου, του βάρους».