Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πια μικρό κόμμα. Ακριβέστερα, μικραίνει κάθε μέρα. Το μικραίνουν τα στελέχη του. Ο,τι απέμεινε από το 32% του 2019 και από το 17% του 2023 απορρίπτεται στα πολιτικά σκουπίδια κάθε μέρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πια, ευτυχώς για τη χώρα, δεν είναι κόμμα, είναι ένα άθροισμα εγωισμών. Διαλύεται στα εξ ων συνετέθη. Εκκαθαρίζεται εν λειτουργία.
Οι έριδες στο εσωτερικό του καταλαμβάνουν ακόμη χώρο (για πόσο ακόμη, θα δούμε) στους τηλεοπτικούς σταθμούς, στον δημόσιο διάλογο, στο διαδίκτυο για λόγους υποκειμενικούς και για λόγους αντικειμενικούς. Υποκειμενικούς, γιατί η ειδησεογραφία για τον σπαρασσόμενο ΣΥΡΙΖΑ εξυπηρετεί την κυβέρνηση, ώστε να αποφεύγει τη συζήτηση που θα έπρεπε να γίνει στο εσωτερικό της για το αποτέλεσμα των περιφερειακών εκλογών. Οπου πραγματικός νικητής είναι οι συντηρητικοί ψηφοφόροι που επαναστάτησαν και εξέπεμψαν προς πάσα κατεύθυνση το μήνυμα «εμείς δεξιοί είμαστε, αλλά όχι αυτής της Δεξιάς, όχι αυτής της Νέας Δημοκρατίας». Υποκειμενικούς επίσης γιατί το κόμμα αυτό μετά την εκλογή Κασσελάκη ανέστησε το lifestyle ρεπορτάζ και έστειλε το πολιτικό σε ρόλο κομπάρσου. Αντικειμενικούς λόγους, διότι επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αξιωματική αντιπολίτευση, πολιτειακοί λόγοι επιβάλλουν υποχρεωτικώς την παρακολούθηση των εξελίξεων κυρίως στο εσωτερικό της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας.
Σε λίγο καιρό θα ζήσουμε κατά πάσα πιθανότητα και το παράδοξο της διάσπασης της κοινοβουλευτικής αυτής ομάδας εις τρόπον ώστε να αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση του τόπου το ΠΑΣΟΚ. Και να απολαύσει τα όποια προνόμια της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Κύκνεια άσματα
Από κει και πέρα, τίποτα από όσα διαβάζουμε και μαθαίνουμε κάθε μέρα (καβγάδες, αποχωρήσεις, έριδες, διαγραφές, απειλές) δεν έχει σημασία. Κύκνεια άσματα. Δεν έχει σημασία για την καθημερινότητα του μέσου πολίτη. Οι τάσεις στον ΣΥΡΙΖΑ ωρύονται υπέρ της εσωκομματικής δημοκρατίας και υπέρ της συναρχηγίας, ώστε να λαμβάνεται από κοινού με τον Κασσελάκη κάθε απόφαση που αφορά το μέλλον του κόμματος (από τον διορισμό διευθυντή Κοινοβουλευτικής Ομάδας μέχρι τη διαγραφή βουλευτή), αλλά όταν στο παρελθόν τα είχαν αυτά τα προνόμια, τους τα αναγνώριζε ο Τσίπρας, τον υπονόμευαν με τον πλέον χυδαίο τρόπο. Ακόμη και απέχοντας από τις κάλπες των εθνικών εκλογών.
Καμία σημασία, λοιπόν, δεν έχουν πλέον αυτά. Το κόμμα πλέον προορίζεται για τα μονόστηλα της Ιστορίας. Καθένας βγάζει τα εσώψυχά του ενδεδυμένα με ιδεολογικό χαρακτήρα. Κανείς από όσους διαμαρτύρονται καθημερινά ότι δεν θέλουν για τη νέα ηγεσία Κασελάκη δεν θέτει στον εαυτό του το πολύ απλό ερώτημα: για να εκλεγεί αρχηγός κάποιος «φυτευτός», που ήρθε στην Ελλάδα για διακοπές και εξελέγη με τα τσαρούχια, πολύ μεγάλη «τρύπα» πρέπει να είχε ανοίξει στη βάση από τη συμπεριφορά των στελεχών τα προηγούμενα χρόνια, ή μήπως όχι; Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα ώριμο φρούτο για τον κύριο Κασελάκη και όσους κρύβονται ενδεχομένως πίσω απ αυτόν. Επεσε σαν ώριμο φρούτο. Διότι η βάση του ζητούσε αντιπολίτευση και οι βουλευτές του επί τέσσερα χρόνια έβαζαν πλάτη στον… πρωθυπουργό, ο οποίος δικαιολογημένα τους γλεντούσε.
Το κόμμα θα διαλυθεί
Η δημοκρατία όμως, όπως έλεγε και ο Παύλος Μπακογιάννης, δεν έχει αδιέξοδα. Ισχύει και στην παρούσα περίπτωση. Ούτε εδώ θα υπάρξουν αδιέξοδα. Το κόμμα αυτό θα διαλυθεί. Στη θέση του ιδρυθεί ένα νέο και όσοι διαφωνούν με αυτή την εξέλιξη θα ιδρύσουν ένα δικό τους αριστερό για να τολμήσουν να καταγραφούν ως αυτό που ήταν πάντοτε και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ: ως μια ωραία μειοψηφία που στεκόταν μόνο και μόνο επειδή είχε πάντοτε σημαντικά ερείσματα στα μέσα ενημέρωσης, λόγω της ώσμωσης τις συνιστώσες της Δύσεως.
Τίποτα απ’ όλα αυτά όμως δεν αφορά τον ελληνικό λαό. Πολλοί και στη Νέα Δημοκρατία μάλλον υποκριτικά αναζητούν συγκροτημένη αξιωματική αντιπολίτευση, συγκροτημένο δεύτερο πόλο προκειμένου να είναι οργανωμένο το παιχνίδι. Για μερικό καιρό αυτό δεν θα υπάρχει. Ισως είναι το άγνωστο που τους φοβίζει. Γιατί στις περιφερειακές εκλογές δεν έχασαν ούτε από τον ΣΥΡΙΖΑ ούτε από το ΠΑΣΟΚ. Εχασαν, όπως λέει και μια ψυχή, «από τους Τοψίδηδες και τους Αμανατίδηδες».
Ποιος ξέρει το αύριο τι θα γεννήσει; Ο φόβος από τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ αυξάνεται και από μία φρικτή υποψία: το αύριο μπορεί να μην αργεί. Το αύριο μπορεί να είναι τώρα.