Το 1996 ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης προκήρυξε συνέδριο με αντικείμενο την εκλογή αρχηγού του ΠΑΣΟΚ. Το σύνθημα που επινόησε για αυτόν σε εκείνη την αναμέτρηση ο στενός συνεργάτης του Θόδωρος Τσουκάτος ήταν «καθαρές λύσεις». Με αυτόν τον τρόπο απέρριπτε τη δυαρχία – άλλος δηλαδή ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και πρωθυπουργός και ο άλλος ο πρόεδρος του κόμματος.
Η μάχη που δόθηκε στο συνέδριο εκείνο, το οποίο διεξήχθη σε αίθουσα του Ολυμπιακού Σταδίου και παρακολούθησα ως νεαρός ρεπόρτερ, ήταν αδυσώπητη. Μούντζες, αποδοκιμασίες, προσωρινός διχασμός. Επικράτησε τελικά ο κύριος Σημίτης. Το κόμμα, παρά τα τραύματα, παρέμεινε ενωμένο. Οι ηττημένοι δεν έφυγαν. Τι θα συνέβαινε, όμως, αν ο Σημίτης έχανε από τον Ακη Τσοχατζόπουλο;
Χρόνια μετά, ο εξαιρετικός συνάδελφος Φοίβος Καρζής στο βιβλίο του «Δύο Ελλάδες» αποκάλυψε ότι το εκσυγχρονιστικό μπλοκ Σημίτη είχε λάβει τότε την απόφαση να αποχωρήσει και να διασπάσει το ΠΑΣΟΚ σε περίπτωση ήττας του. Δεν θα την αποδεχόταν. Κάτι που φάνηκε, άλλωστε, και στις εθνικές εκλογές του 2004. Ο κύριος Σημίτης παραιτήθηκε από πρωθυπουργός για να μη χάσει από τον Κώστα Καραμανλή και ανέθεσε το έργο της ήττας στον Γιώργο Παπανδρέου.
Το 2009, μερικά χρόνια μετά, η Ντόρα Μπακογιάννη έχασε τις εσωκομματικές εκλογές για την αρχηγία από τον Αντώνη Σαμαρά. Και στην ψηφοφορία που έγινε για το Μνημόνιο, το 2010, διαφοροποιήθηκε από τη γραμμή του κόμματος και προκάλεσε τη διαγραφή της. Στην πραγματικότητα, όμως, η αποχώρησή της ήταν προειλημμένη. Θα ασφυκτιούσε αν έμενε στη Νέα Δημοκρατία υπό τον Αντώνη Σαμαρά. Η κυρία Μπακογιάννη έκανε αυτό το οποίο είχε σκεφτεί για την περίπτωση της ήττας του ο κύριος Σημίτης: αποχώρησε διαγραφείσα και ίδρυσε τη Δημοκρατική Συμμαχία. Ενα κόμμα που δεν κατάφερε στις εκλογές του 2012 να πιάσει το όριο του 3% και να εισέλθει στη Βουλή.
Το 2022 ο Νίκος Ανδρουλάκης κέρδισε στην εσωκομματική αναμέτρηση για την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ τον υποψήφιο αρχηγό Ανδρέα Λοβέρδο. Λίγους μήνες μετά την ήττα του, ο κύριος Λοβέρδος ανακοίνωσε την αποχώρησή του από το ΠΑΣΟΚ και τώρα υπάρχουν πληροφορίες πως είτε θα πολιτευτεί με τη Νέα Δημοκρατία στις ευρωεκλογές του 2024 είτε θα ιδρύσει κόμμα, πάλι για να συνεργαστεί με τη Νέα Δημοκρατία. Και εδώ ο ηττημένος αποχώρησε.
Πριν από μερικές εβδομάδες, στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο ΣΥΡΙΖΑ εξέλεξε τον νέο αρχηγό, τον εξ Αμερικής ορμώμενο Στέφανο Κασσελάκη. Η ηττημένη εσωκομματική αντιπολίτευση, από την επόμενη κυριολεκτικά ημέρα της εκλογής του, άρχισε να τον αμφισβητεί, με αποκορύφωμα τα γεγονότα αυτής της εβδομάδας. Σε αντίθεση με το παρελθόν, και αυτή εμφανίζει την αποχώρησή της ως δίωξη μέσω διαγραφών, ενώ πρόκειται για ειλημμένη απόφαση από την πρώτη στιγμή.
Γιατί όλη αυτή η αναδρομή; Για έναν και μόνο λόγο: διότι τα φιλελεύθερα εκσυγχρονιστικά μπλοκ δεν αντέχουν ποτέ την ήττα τους σε εσωκομματική αναμέτρηση. Περιφρονούν το αποτέλεσμα και τους αντιπάλους τους. Τα σηκωμένα φρύδια σχεδόν πάντα φεύγουν. Υψώνουν τον εαυτό τους στο βάθρο του ανώτερου «αστού» και τον πείθουν ότι δεν μπορούν να συνυπάρξουν με τους κατώτερους «λαϊκιστές». Τους οποίους μονίμως υποτιμούν.
Το σκέφτηκε ο κύριος Σημίτης να φύγει, αλλά δεν το έπραξε λόγω του αποτελέσματος, το έκανε η Ντόρα Μπακογιάννη, το έκανε ο Ανδρέας Λοβέρδος, το κάνει και τώρα η ομάδα Τσακαλώτου και η Εφη Αχτσιόγλου, αν τους ακολουθήσει. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των πολιτικών ομάδων, που πρωταγωνιστούν στις διασπάσεις, είναι ότι εμφανίζονται ως οι πεφωτισμένες ελίτ στα κόμματά τους και επιφυλάσσουν την κατηγορία του λαϊκιστή αντιπάλου τους. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η δήθεν πίστη τους στη φιλελεύθερη δημοκρατία, η οποία όμως, από ό,τι φαίνεται, δεν περιλαμβάνει και την έννοια της ήττας.
Ολα όσα συμβαίνουν λοιπόν στον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι προδιαγεγραμμένα και σφραγίζουν τον κανόνα: οι ελίτ δεν αντέχουν την ήττα. Δεν αντέχουν να παραμένουν ως μειοψηφίες. Δεν είναι ενοποιητικοί παράγοντες των παρατάξεών τους, αλλά κατά βάση διχαστικοί και διαιρετικοί. Γεγονός που επιβεβαιώνεται και από κάτι ακόμη: από τη συμπεριφορά που έδειξε ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές για την Αυτοδιοίκηση.
Ως ανώτερη ελίτ, επιχείρησε να πειθαρχήσει τους πληθυσμούς της Δυτικής Μακεδονίας, της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, της Θεσσαλίας, της Λέσβου και άλλων ευαίσθητων περιοχών, προκειμένου να επιβάλει -η επιβολή είναι το κύριο χαρακτηριστικό της φιλελεύθερης ελίτ- με το ζόρι τις επιλογές της. Είναι αντιφατικό. Διότι αυτός ο χώρος συνήθως διεκδικεί τα εύσημα για τη μαχητικότητά του απέναντι στον αυταρχισμό και στα καθεστώτα. Αλλά δεν έχει τον πολιτισμό να παραδεχτεί την ήττα του στα δύσκολα.
Ας τον κρατήσουμε υπόψη μας αυτόν τον κανόνα, γιατί δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ. Στο μακρινό μέλλον μπορεί να απασχολήσει και τη Νέα Δημοκρατία. Οι φιλελεύθεροι διασπούν τις παρατάξεις επειδή δεν αντέχουν τις ήττες τους. Ηδη τα αποτελέσματα των περιφερειακών εκλογών δείχνουν ότι η Νέα Δημοκρατία είναι υποσύνολο της παράταξης και όχι η ίδια η παράταξη.
Για πόσο καιρό θα γίνει αυτό ανεκτό από την ηγεσία της εναπόκειται στον χρόνο για να το δούμε. Ας το κρατήσουμε, όμως, στο πίσω μέρος του μυαλού μας.