Απόγευμα Τρίτης στην παλαιά αίθουσα τελετών της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Βρίσκομαι στο πανεπιστήμιο ύστερα από καιρό. Εντυπωσιάζομαι από το γεγονός ότι το κτίριο διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση χωρίς συνθήματα στους τοίχους, ακόμη περισσότερο όταν διαβάζω τις μαρμάρινες στήλες με τα ονόματα των ευεργετών που βοήθησαν στην ανέγερσή του: μεταξύ αυτών και η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Ευχάριστο το γεγονός ότι οι αριστερές οργανώσεις που συνήθως θεωρούν κόκκινο πανί κάτι τέτοιες επιγραφές σέβονται την Ιστορία και την έχουν αφήσει απείραχτη.
Υπολογίζω ότι η παρουσίαση του νέου βιβλίου της τέως πρυτάνεως του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Μαρίας Δελιβάνη, στο πάνελ του οποίου έχω κληθεί να συμμετάσχω, θα αρχίσει σε μισή ώρα. Περιεργάζομαι τον χώρο και συνομιλώ με προσωπικότητες που έχουν συρρεύσει στο ακροατήριο για να ακούσουν την αγέρωχη αυτή καθηγήτρια, η οποία καταβροχθίζει σαν Μαθουσάλας τα χρόνια αντί να την καταβροχθίζουν και παραμένει ενεργός πολίτης σε πείσμα των καιρών.
Συνομιλώ με τον εκδότη κύριο Μπαρμπουνάκη, με τον πρώην πρέσβη μας σε κρίσιμες πρεσβείες, μεταξύ άλλων και της Τουρκίας, Λεωνίδα Χρυσανθόπουλο, με τον άνθρωπο που κίνησε το 1973 τις διαδικασίες για την ίδρυση του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Αρη Μανούδη, με τον στρατιωτικό Γιάννη Ιντζέ και πολλούς άλλους.
Αίφνης χτυπά το κινητό μου και στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο πρόεδρος του κοινοβουλευτικού κόμματος ΝΙΚΗ Δημήτρης Νατσιός, τον οποίο η κυρία Δελιβάνη είχε καλέσει μαζί με μένα, τον Γιώργο Χαρβαλιά, τον Στέργιο Καλογήρου, ιδιοκτήτη του Βεργίνα TV, και άλλους να παρουσιάσει το βιβλίο της υπό τον γενικό τίτλο «Η Ελλάδα που ματώνει».
«Κύριε Κοττάκη, έχω καλέσει 15 φορές στο κινητό την κυρία Δελιβάνη, αλλά δεν μπορώ να πιάσω επικοινωνία. Θέλω να τις διαβιβάσετε κάτι σοβαρό. Με κάλεσαν πριν από λίγο από την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία και με ενημέρωσαν ότι θα εισβάλει στην εκδήλωση και θα τη διαλύσει ομάδα αναρχικών εξαιτίας της παρουσίας μου. Μου συνέστησαν να μην έρθω. Παρακαλώ πολύ, ενημερώστε την καθηγήτρια» μου είπε. Πριν προλάβω καλά καλά να το κάνω, οι φωνές από τη διαδήλωση, που κατευθύνονταν προς την αίθουσα τελετών (γνώριμες σε μένα για το αργόσχολο βαλσαμωμένο ύφος τους από τον καιρό που ήμουν συνδικαλιστής στα αμφιθέατρα), εισέβαλαν στην αίθουσα.
Ηταν η ώρα για να κάνουν την επανάσταση του εαυτού τους. Σκάρτοι 80 φοιτητές, συνοδευόμενοι από δύο κουκουλοφόρους, που κρατούσαν μεγάλα στειλιάρια και κλομπ, εισέβαλαν μέσα στην αίθουσα τελετών, ωρυόμενοι «έξω οι φασίστες». Μια νεαρά, αφιονισμένη εν εξάλλω, που η γλώσσα της έτρεχε πιο γρήγορα από το σκουριασμένο μυαλό της, άρχισε να κάνει μάθημα δημοκρατίας σε ανθρώπους που έχουν υπηρετήσει σε θεσμούς, όπως ο κύριος Μπαρμπουνάκης ή ο πρέσβης κύριος Χρυσανθόπουλος ή η Δελιβάνη, που δεν δέχτηκε να πάρει προαγωγή στο πανεπιστήμιο επί χούντας, λέγοντας το εξής: «Δεν θα επιτρέψουμε ποτέ να γίνει εκδήλωση στην οποία θα μετάσχει ο σκοταδιστής Νατσιός».
Πού να ήξερε πόσο σκοτάδι κρύβει μέσα το κεφάλι της όταν τα έλεγε αυτά. Τα ευτράπελα, βεβαίως, δεν έλειψαν. Η τραγωδία πάει παρέα με τη γελοιότητα. Ενώ οι εισβολείς είχαν κάμερα για να βιντεοσκοπήσουν το… επαναστατικό event, δυσφόρησαν όταν ο Ανδρέας Σταματόπουλος από το Βεργίνα TV τούς βιντεοσκόπησε και του πέταξαν μπογιά. Οταν ο πρέσβης Χρυσανθόπουλος φωτογράφισε τους κουκουλοφόρους, εκείνοι διαμαρτυρήθηκαν «γιατί μας φωτογραφίζεις;» και εκείνος με τα γνωστά φλέγματα απάντησε: «Και τι σας πειράζει; Κουκουλωμένοι είστε. Δεν φαίνεται το πρόσωπό σας».
Οι διοργανωτές της ακτιβιστικής ενέργειας ξεκαθάρισαν στην κυρία Δελιβάνη -γνωστή αριστερή, η οποία διετέλεσε επί τρεις θητείες πρύτανης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας- ότι δεν τη γνώριζαν και ότι δεν είχαν πρόβλημα μαζί της! Αλλά ευχαρίστως διέλυαν την παρουσίαση του βιβλίου της! Μεγαλωμένη σε ένα άλλο πανεπιστήμιο, είχε την ψευδαίσθηση ότι επιτρέπονται ακόμα η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και ο διάλογος μέσα στο πανεπιστημιακό άσυλο. Το επεισόδιο έληξε όταν οι λιγούρηδες εισβολείς άρπαξαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους από τον μπουφέ και πήγαν να γιορτάσουν με κεφτεδάκια την επανάστασή τους σε παρακείμενο κτίριο.
Τους παρακολουθούσα από κοντά καταλαβαίνοντας ότι δεν έχει κανένα νόημα να ανοίξεις διάλογο με λοβοτομημένους εγκεφάλους. Και απορούσα για το μέγεθος της άγνοιας αυτών των παιδιών σχετικά με τους ανθρώπους που στέκονταν μπροστά τους. Ο Νατσιός είχε ακυρώσει την παρουσία του, αλλά αυτοί επέμεναν να διαλύσουν τη συγκέντρωση, προβάλλοντας και κάτι ακατάληπτα περί αντισημιτισμού, τα οποία ουδείς από τους ομιλητές δεν έχουμε ενστερνιστεί ποτέ. Κλασικές αριστερές προβοκάτσιες με… σος παρακράτους.
Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, σκεφτόμουν ότι αυτός είναι ο μόνος χώρος στον οποίο μπορεί να επικρατούν η Αριστερά και η ρητορεία της, καθώς, όπου στήνονται κάλπες, οι κοινωνίες την έχουν εξαφανίσει. Μόνο με φασισμό μπορούν να επικρατούν, υποστηρίζοντας -ανέκδοτο- ότι πολεμούν τον φασισμό. Σκεφτόμουν, όμως, και κάτι ακόμα. Μπορεί σε καιρούς δημοκρατίας να γίνει παρουσίαση βιβλίου (με ελεύθερη ανάπτυξη και αντίκρουση επιχειρημάτων από όλες τις πλευρές) μέσα στο πανεπιστημιακό άσυλο; Επί ΣΥΡΙΖΑ υποτίθεται πως όχι. Δεν μπορούσε. Επί Νέας Δημοκρατίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης μάς είχε υποσχεθεί πως ναι. Θα μπορεί. Ψέμα. Τα ίδια γίνονται. Και από τη διήγησή μου που θα ακολουθήσει -γιατί τώρα αρχίζει το ενδιαφέρον-, θα καταλάβετε γιατί γίνονται τα ίδια.
Γιατί το κόμμα του νόμου, η Νέα Δημοκρατία, δεν μπορεί να επιβάλει τον νόμο. Μετά τη διάλυση της συγκέντρωσης κατευθυνθήκαμε στην οδό Μοργκεντάου, όπου και η οικία της Μαρίας Δελιβάνη. Η γυναίκα είχε υποστεί ισχυρό σοκ. Ακαδημαϊκός μια ζωή, ποτέ δεν πίστευε ότι θα τις συμπεριφέρονταν έτσι. Οση ώρα συζητούσαμε, με καλεί γνωστό μου πρόσωπο από την Αθήνα, εντελώς άσχετο με την εκδήλωση, και με ενημερώνει, θορυβημένο, ότι του ζητά το τηλέφωνό μου επειγόντως συγκεκριμένος αξιωματικός της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης.
Προφανώς ο συγκεκριμένος είχε προσφύγει… στη βάση δεδομένων του Δημοσίου, όπου μαζί με τα στοιχεία μας υπάρχουν και τηλέφωνα προσώπων που μας εκπροσωπούν σε διάφορες υποθέσεις μας για να βρει το τηλέφωνό μου! Δημοκρατία! Του τηλεφώνησα. Το επώνυμό του ήταν μια παραλλαγή του ονόματος «Κυριάκος». Μου μίλησε ένας ευγενής κύριος και μου είπε πως με αναζητούσε επειδή θεωρούσε ότι ήμουν εκ των… διοργανωτών της εκδήλωσης (απλός ομιλητής ήμουν) για να ενημερώσω μια υπηρεσία που ονομάζεται «Ασφάλεια» τι είχε συμβεί μία ώρα πριν στο πανεπιστήμιο και το οποίο ήδη ήξερε δύο ώρες πριν μια άλλη υπηρεσία, η Αντιτρομοκρατική! Τον ρώτησα ευγενικά αν η αριστερά της Αστυνομίας γνωρίζει τι ποιεί η δεξιά της κι αν η Αντιτρομοκρατική ενημερώνει την Ασφάλεια αντί να ζητά από εμένα να του πω τι ακριβώς συμβαίνει στο πανεπιστήμιο. Ο άνθρωπος δεν ήξερε τι να μου απαντήσει, δεν επέμεινα.
Προφανώς επιζητούσε μια κατάθεση, την οποία δεν ήμουν διατεθειμένος να του δώσω. Η έγκληση απαλλάσσει τις Αρχές από τις αυτεπάγγελτες ενέργειες. Ο νόμος θέλει να τα έχει καλά με τους παρανόμους. Του έδωσα να μιλήσει με τη Μαρία Δελιβάνη, η οποία παρά την ταραχή της, με αστική κομψότητα και την τρολ φράση «κύριε αστυνόμε», εξήγησε ευγενικά ότι δεν είναι δυνατόν να διαλύεται η συγκέντρωση μέσα στο πανεπιστήμιο επειδή μεταξύ των ομιλητών ευρίσκεται πρόεδρος κοινοβουλευτικού κόμματος ο οποίος έχει εκλεγεί από τον λαό, επειδή μια ελάχιστη μειοψηφία τον θεωρεί ξαφνικά «φασίστα» για τις απόψεις του. Μη σας τα πολυλογώ. Στο τέλος ο αξιωματικός, ως όφειλε βεβαίως, ρώτησε την κυρία Δελιβάνη αν ήθελε τη δίωξη των νεαρών που εισέβαλαν στο πανεπιστήμιο, δείγμα ότι οι ταυτότητές τους είναι απολύτως γνωστές στις Αρχές.
Εκεί θαύμασα το μεγαλείο της πρυτάνεως. «Οχι, κύριε, δεν θέλω να διωχθούν τα παιδιά, γιατί είμαι σίγουρη ότι κάποιος άλλος είναι πίσω από τα παιδιά» απάντησε αυστηρά. Η εμπειρία της αυτό της έλεγε. Ηταν απόλυτη. Το πρόσωπό της άστραψε και βρόντηξε όταν της ζητήθηκε από την Αστυνομία να κάνει τη δουλειά που δεν είχε κάνει η ίδια και να ζητήσει τη δίωξή τους. Εκείνη τη στιγμή η Μαρία ψήλωσε ακόμα περισσότερο μέσα μου. Δεν μετέτρεψε την οργή της σε εκδίκηση. Και αν υπάρχει πιθανότητα κάποιο από τα καλόπαιδα που διέλυσαν την παρουσίαση του βιβλίου μιας προσωπικότητας, όπως η Μαρία, να διαβάσει αυτό το κείμενο, το καλώ να της τηλεφωνήσει και να της ζητήσει συγγνώμη. Κι αν δεν βρίσκει το τηλέφωνο, ας ρωτήσει τους κουκουλοφόρους που ήταν μαζί τους. Θα το βρουν.
Ωστόσο, η πλήρης ανασκόπηση του επεισοδίου δείχνει μια ξεκάθαρη εικόνα: οι Αρχές ήξεραν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη διάλυση της συγκέντρωσης ποιοι θα εισβάλουν, τι θα κάνουν, πώς θα παραβιάσουν το άσυλο και πώς μπορούν να συλληφθούν. Ηξεραν τα πάντα, αλλά δεν έκαναν τίποτα. Και βεβαίως δεν εφάρμοσαν τον νόμο για να προστατέψουν τους συγκεντρωμένους από τα στειλιάρια και τα κλομπ. Αν κάποιος από τους γέροντες έχανε την ψυχραιμία του και τους ορμούσε, τι θα συνέβαινε. Αίμα; Εψαχναν κάποιοι αίμα;
Οι απορίες μου λύθηκαν την επομένη, όταν από αρμόδια πηγή έμαθα κάτι που υποψιαζόμουν. Για να επέμβει η Αστυνομία στο πανεπιστημιακό άσυλο, χρειάζεται πολιτική εντολή και βεβαίως προθυμία των ίδιων των ανδρών της Αστυνομίας να ρισκάρουν τη ζωή τους αν κάποιοι τους επιτεθούν με ένα καδρόνι ή μια ναυτική φωτοβολίδα. Υστερα από όσα συνέβησαν στο γήπεδο του Ρέντη, και πολιτική εντολή να υπήρχε, πολύ φοβάμαι ότι αυτή την περίοδο η Αστυνομία δείχνει να έχει μεγάλη αμφιθυμία για επεμβάσεις. Για ποιον να ρισκάρει τη ζωή του ένας δόκιμος που εισπράττει μηνιάτικο 350 ευρώ και οι πολιτικοί τον αφήνουν ακάλυπτο στις ορέξεις εγκληματικών συμμοριών και χούλιγκαν, τις οποίες η Πολιτεία δεν μπορεί να πατάξει;
Επεμβάσεις δεν γίνονται μόνο γιατί η Πολιτεία δεν θέλει, αλλά και γιατί η Αστυνομία κάνει απεργία, καθώς προέχει πλέον η σωματική ακεραιότητα των αντρών και των γυναικών της. Ο νόμος υποχωρεί γενικότερα. Ο νόμος όπως ψηφίζεται είναι γράμμα κενό. Ο νόμος, όταν πρέπει να εφαρμοστεί από τη Δικαιοσύνη, εφαρμόζεται προσχηματικά. Ο νόμος, όταν πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή, βρίσκει μπροστά του απογοητευμένους αστυνομικούς, που βλέπουν το έγκλημα να έχει πάρει το πάνω χέρι και να έχει καθίσει πολλές φορές πάνω στην έδρα της Δικαιοσύνης και να την υποκαθιστά στην έδρα της πρυτανείας, μερικές φορές να μπαίνει και σε περιπολικό. Να χαίρεστε την έννομη τάξη που έφτιαξε η κεντροδεξιά φιλελεύθερη παράταξή μας, κύριε πρωθυπουργέ. Σκέτη απογοήτευση.