«Προχθές το μεσημέρι στο σπίτι μας είχαμε πανηγύρι. Γύρισε ο παππούς χαρούμενος, φορτωμένος σακούλες του σούπερ μάρκετ γεμάτες πράματα. Η γιαγιά τον ρώτησε “τι είναι όλα αυτά Ονούφριε;‘».
Και ο παππούς με δάκρυα στα μάτια τής είπε: «Πάνε πια τα βάσανά μας, Ευτέρπη. Οταν λείπει απ’ το τραπέζι μας το ψωμί, είναι ο Κούλης που βάζει μπροστά τους μεγάλους φούρνους». Η γιαγιά δεν κατάλαβε και τον ρώτησε: «Τι λες, χριστιανέ μου, τρελάθηκες;»
Ο παππούς είπε: «Οχι, γυναίκα. Ο πολυχρονεμένος μας πρωθυπουργός μάς αύξησε τη σύνταξη και έτσι θ’ αγοράσουμε κι εκείνο το τζιπ, που τόσο σ’ αρέσει».
Η γιαγιά τότε έβαλε τα κλάματα κι έτρεξε κι άναψε το καντήλι, και λιβάνισε το σπίτι και άρχισε να ψέλνει: «Ωσαννά. Ευλογημένος ο ερχόμενος». Μετά κάτσαμε και φάγαμε.
Μετά γύρισε από το καφενείο ο αδελφός της γιαγιάς φορτωμένος δώρα. Η γιαγιά ρώτησε: «Τι είναι αυτά, βρε; Γιατί καταξοδεύτηκες;» Και ο θείος είπε: «Πού να σ’ τα λέω, Ευτέρπη! Αυξήθηκε η σύνταξή μου». Η γιαγιά ρώτησε: «Μα, δεν μου λες, τι αύξηση πήρατε εσύ και ο Ονούφριος;» Και ο θείος είπε: «Ο Ονούφριος 40 κι εγώ 36 ευρώ». Υστερα φάγαμε και κοιμηθήκαμε».
(Απόσπασμα από έκθεση με θέμα «Πώς περάσατε χθες» του μαθητού της Γ΄ Δημοτικού Σούλη Τακημήτσου.)