Είναι πολύ εύκολη η κριτική των φιλοκυβερνητικών παπαγάλων για τις αγροτικές κινητοποιήσεις, ειδικά όταν εξαντλείται στις λαϊκίστικες σοφιστείες, του τύπου «έφαγαν τις επιδοτήσεις σε Πόρσε Καγιέν και τώρα ζητούν τα ρέστα κλείνοντας τους δρόμους». Μόνο που παραμερίζει, ως συνήθως, μερικά πραγματικά γεγονότα που συνθέτουν τις γενεσιουργούς αιτίες του προβλήματος.
Ασφαλώς και υπήρξαν καταχρήσεις, ασφαλώς και υπήρξε κακοδιαχείριση πόρων τις περασμένες δεκαετίες, υπό την ανοχή του διεφθαρμένου μεταπολιτευτικού κράτους. Ομως αυτό δεν αναιρεί τη δραματική αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής απέναντι στους επαγγελματίες της υπαίθρου: καλλιεργητές, κτηνοτρόφους, μελισσοκόμους, ψαράδες και πάει λέγοντας.
Με απίθανα προσχήματα και πολύ σκοτεινές προθέσεις η σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση διάκειται πλέον εχθρικά στην πρωτογενή παραγωγή! Βρυξέλλες και Βερολίνο, κατ’ εντολήν των κέντρων της παγκοσμιοποίησης και στο όνομα δήθεν της προστασίας του πλανήτη, εξυφαίνουν μία πραγματική συνωμοσία εις βάρος όσων μοχθούν στα χωράφια, στα μαντριά και στις στάνες για να βγάλουν το βιος τους. Το επάγγελμα αυτό τείνει πλέον να… επικηρυχθεί ως «αντιπεριβαλλοντικό». Και η μείωση της προσφοράς οδηγεί μοιραία σε εκτίναξη των τιμών στα ράφια.
Οι νέες, αδρά επιδοτούμενες και σκανδαλωδώς προωθούμενες σε επικοινωνιακό επίπεδο διατροφικές τάσεις επιβάλλουν στους Ευρωπαίους να στραφούν στις φτηνές «εναλλακτικές», όπως αλεύρι από έντομα, σνακς από οικιακούς γρύλους, βιολογικά ροφήματα από ρύζι και άλλα τέτοια αηδιαστικά.
Ομως τα πράγματα δεν ξεκίνησαν έτσι. Στη δεκαετία του ’80 οι αγρότες, ειδικά του ευρωπαϊκού Νότου, έβλεπαν την τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα ως ευλογία. Μόνο σήμερα, όσοι πραγματικά ξέρουν τι τους συμβαίνει, βλέπουν τη σημερινή μεταλλαγμένη και νεοταξική Ευρωπαϊκή Ενωση ως τον υπέρτατο εχθρό τους.
Η ελληνική περίπτωση έχει ασφαλώς τις ιδιαιτερότητές της. Γιατί την περίοδο της ευφορίας που καλλιέργησε η έλευση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, οι κοινοτικές επιδοτήσεις πήραν τον χαρακτήρα ενός «άκοπου» και εξασφαλισμένου εισοδήματος. Αγρότες κανονικοί και αγρότες κατ’ όνομα εισέπρατταν ό,τι δήλωναν. Χωρίς κανέναν έλεγχο, χωρίς αυστηρές προδιαγραφές στις καλλιέργειες και χωρίς κανένα είδος λογοδοσίας σε εποπτικές Αρχές.
Αυτή η ασυδοσία που ενθαρρυνόταν από την παρουσία κομματικών εγκάθετων στα συνδικαλιστικά όργανα και τους συνεταιρισμούς του αγροτικού κινήματος ναρκοθέτησε τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής γεωργικής παραγωγής. Και συνακόλουθα τον κλάδο της κτηνοτροφίας.
Βεβαίως, εκείνη την εποχή, οι ελληνικές κυβερνήσεις έδιναν σκληρές μάχες σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να κατοχυρώσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερα μερίδια στις ελληνικές αγροτικές επιδοτήσεις. Το 1984, για παράδειγμα, ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν δίστασε να απειλήσει με βέτο φράζοντας την είσοδο στην Ισπανία και την Πορτογαλία, για να εξασφαλίσει τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα που, μεταξύ άλλων, αποσκοπούσαν στη στήριξη της πρωτογενούς παραγωγής. Ο Παπανδρέου προκάλεσε την οργή πανίσχυρων Ευρωπαίων ηγετών, όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Χέλμουτ Κολ και ο Φελίπε Γκονζάλεθ, αλλά τελικά κατοχύρωσε τα ελληνικά συμφέροντα.
Σήμερα το βέτο επί της ουσίας έχει καταργηθεί και η κυβέρνηση Μητσοτάκη άγεται και φέρεται από το ιερατείο των Βρυξελλών, μην τολμώντας να εγείρει αντιρρήσεις ακόμη και για θέματα μείζονος εθνικής σημασίας. Η ελληνική διαπραγμάτευση για τη νέα ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) ήταν για τα κλάματα και οδήγησε σε ετήσια μείωση των αγροτικών επιδοτήσεων που κατανέμονται στη χώρα μας κατά 240.000.000!
Το πρόβλημα, όμως, υπήρξε συνολικότερο, από τη στιγμή που εντελώς αυθαίρετα και χωρίς καμία νομιμοποίηση η Γερμανίδα πρόεδρος της Κομισιόν αποφάσισε να εξαρτήσει την ευρωπαϊκή πολιτική για την αγροτική παραγωγή και την κτηνοτροφία με το δικό της (αμιγώς γερμανικό)… όραμα για το περιβάλλον.
Η συγκεκριμένη κυρία, γνωστή από το σκάνδαλο με τα εμβόλια Pfizer, για τα οποία ξόδεψε απίστευτα ποσά χωρίς να ρωτήσει κανέναν, επικαλούμενη διάφορες επιτροπές του ΟΗΕ (από αυτές που προωθούν την πληθυσμιακή υποκατάσταση), καλοπληρωμένους «ειδικούς» και «συμβούλους», αποφάσισε να δεσμεύσει την Ε.Ε. στον κορσέ της κλιματικής ουδετερότητας με ορόσημο το 2050. Και αυτό συνεπάγεται τον κάθετο περιορισμό των καλλιεργούμενων εκτάσεων, αλλά και τη δραματική μείωση του κτηνοτροφικού κλάδου, με το αδιανόητο επιχείρημα ότι η… πορδή της αγελάδας επιτείνει το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Στο πλαίσιο αυτό η Ε.Ε. επέβαλε διάφορα μέτρα, όπως η αύξηση της φορολόγησης των καυσίμων, η κατάργηση των επιδοτήσεων του αγροτικού πετρελαίου και του ηλεκτρικού ρεύματος, η αγρανάπαυση, καθώς και μία σειρά φόρων, υποχρεώσεων και κανονισμών για τους βιοπαλαιστές της υπαίθρου.
Ακολουθώντας τη γενική οδηγία, κάθε κράτος-μέλος, αναλόγως με την προθυμία προσαρμογής τής εκάστοτε κυβέρνησής του στη νεοταξική ατζέντα- έκανε του κεφαλιού του, με αποκορύφωμα τις «φιλοπεριβαλλοντικές» ακρότητες στην Ολλανδία και την Ιρλανδία, όπου επιχειρήθηκε υποχρεωτική απαλλοτρίωση αγροτικών εκτάσεων.
Στην Ελλάδα, αντιστοίχως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη καλεί τους καλλιεργητές να παραδώσουν τη γη τους, προσφέροντας κίνητρα για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών, λες και στο τέλος ο πληθυσμός της χώρας θα τρέφεται με μπαταρίες.
Ταυτοχρόνως και με προφανή στόχο να απαξιωθεί η αιτιολόγηση της αγροτικής κινητοποίησης αναπαράγεται η παραφιλολογία για τους ακαμάτηδες που έφαγαν τις επιδοτήσεις στα μπουζούκια.
Ωραία όλα αυτά, αλλά δεν πείθουν. Γιατί παραγνωρίζουν ότι άλλαξε η ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στην ύπαιθρο, δεν στέρεψαν τα λεφτά. Αυτά υπάρχουν και κατευθύνονται σε… ευγενείς σκοπούς, όπως η ενίσχυση με 125 δισ. ευρώ της συμμορίας του Ζελένσκι.
Το επάγγελμα του αγρότη στην Ελλάδα των… μάστερσεφ, δυστυχώς, πεθαίνει.
Διότι επικηρύχτηκε από τις Βρυξέλλες. Εκεί πρέπει να αναζητηθεί η αιτία του κακού και όχι στα καλλιεργούμενα ενοχικά σύνδρομα του «μαζί τα φάγαμε». Ηρθε μάλλον η ώρα να απενοχοποιηθεί η κουβέντα για το τι ακριβώς μας προσφέρει και τι μας στερεί η συμμετοχή στην… αγία ευρωζώνη!