Ολη η Ελλάδα ασχολείται τον τελευταίο μήνα με τον Γιώργο Νταλάρα και με όσα είπε για τους «φάλτσους» τραγουδιστές και τις ανάρμοστες διαφημίσεις που κάνουν. Αλλοι σχολίασαν θετικά το ξέσπασμά του και άλλοι αρνητικά.
Εσχάτως, μετά την εμφάνισή του στην εξαιρετική εκπομπή της Δώρας Αναγνωστοπούλου στο Mega, οι περισσότεροι πλέον σχολιάζουν θετικά. Οποια άποψη και αν έχουμε όμως για αυτόν τον άνθρωπο, καλή ή κακή, τον αγαπάμε ή τον αντιπαθούμε, θεωρώ ότι κάνουμε ένα τεράστιο λάθος.
Τον Νταλάρα και κάθε άλλο δημόσιο πρόσωπο στην Ελλάδα πρέπει να τους αξιολογούμε όχι με βάση όσα λένε, αλλά με βάση όσα έχουν κάνει. Με κριτήριο το αποτύπωμά τους. Εχουμε μια τάση να ξεχνάμε εύκολα οι Ελληνες. Και να μετατρέπουμε την προσωπική αντιπάθεια σε συλλογική γνώμη.
Φοβάμαι πως σε πλείστες όσες περιπτώσεις -και πάντως σίγουρα σε αυτήν- λησμονούμε τι πραγματικά έκανε καθένας για τον τόπο αυτόν. Πώς -για να θυμηθώ τη φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή- «δικαίωσε το πέρασμά του από τον κόσμο αυτόν». Ε, λοιπόν, ας πάψουμε να είμαστε αχάριστοι! Ειδικώς κάποιοι που φοβήθηκαν ότι θα γκρεμιστούν ψεύτικα είδωλα από τις δηλώσεις του και θα καταστραφούν οι θηριώδεις τζίροι που παίζονται πάνω τους. Δεν είναι όλες οι αξίες σε ευρώ!
Ο Νταλάρας ανήκει σε μια γενιά καλλιτεχνών -δεν είναι ο μόνος- οι οποίοι λατρεύουν την ελληνικότητα και την παράδοση του τόπου μας. Και, όταν κάποτε «φύγουν», θα αφήσουν έργο πίσω. Και, όπως οι συμπατριώτες του από τα Τρίκαλα Τσιτσάνης και Μητροπάνος, όπως ο Μάρκος από τη Σύρο, όπως ο Καζαντζίδης και ο Παπάζογλου από τη Θεσσαλονίκη, όλοι μαζί θα είναι στις ζωές μας κάθε μέρα παρόντες. Εγγεγραμμένοι στη συλλογική εθνική μνήμη.
Θα είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε μαζί τους -θέλουμε – δεν θέλουμε-, για το καλό μας. Για να μην ξεχάσουμε ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και πού θα παραδώσουμε. Με σημερινούς όρους πολιτικής ορθότητας, κάποιος εύκολα θα μπορούσε να «κολλήσει» στον Νταλάρα τη ρετσινιά του «εθνικιστή», και ας τραγούδησε πολύ νωρίς στη «Μικρά Ασία» του Καλδάρα το «Τούρκος εσύ και εγώ Ρωμιός, και εσύ λαός και εγώ λαός».
Στην πραγματικότητα, η εργογραφία του παραπέμπει σε έναν παθιασμένο πατριώτη. Για την Κύπρο, τη Θράκη, τις χαμένες πατρίδες, τους απόδημους Ελληνες, την ελληνική παράδοση και Ιστορία. Ποιος μπορεί να πιάσει στο στόμα του τον Νταλάρα, που τραγούδησε την «Ομορφη και παράξενη πατρίδα» του Οδυσσέα Ελύτη σε μουσική του αείμνηστου Δημήτρη Λάγιου, αυτήν την πατρίδα που «στήνει στη γη καράβι και κήπο στα νερά (…), που μένει στους πέντε δρόμους, αλλά ανδρειώνεται»;
Ποιος από αυτούς που τραγουδάνε σήμερα λόγια κενά νοήματος ευλογήθηκε ποτέ να τραγουδήσει «Ρωμιοσύνη, Ρωμιοσύνη, δεν θα ησυχάσεις πια, έναν χρόνο ζεις ειρήνη και τριάντα στη φωτιά»; Ποιος είχε τη διορατικότητα να ταυτίσει το 1972 τη φωνή του με τον πόνο της προσφυγιάς και τον δίσκο «Μικρά Ασία» του Απόστολου Καλδάρα, σε στίχους Πυθαγόρα, ο οποίος έμεινε στην Ιστορία και τραγουδιέται μέχρι και σήμερα για τους αγιασμένους στίχους του, όπως «Φέρτε μου νερό να ξεδιψάσω, τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω από όσα πέρασα».
Ποιος τραγούδησε όπως αυτός, το 1970, το «Να ‘τανε το 2021» του Σταύρου Κουγιουμτζή; Μόνον ο «Τσάμικος» των Χατζιδάκι – Γκάτσου σε ερμηνεία του φίλου μου Μανώλη Μητσιά, ο οποίος δοξάζει τον Νικηφόρο, τον Διγενή και τον γιο της Αννας τής Κομνηνής μπορεί να συγκριθεί σε ελληνικότητα και απεραντοσύνη.
Και, για να έρθουμε σε χρόνους μετά τη Μεταπολίτευση, ποιος άλλος, φτασμένος ων, πήρε από το χέρι τον μεγάλο Θρακιώτη δημοτικό Χρόνη Αηδονίδη, τραγούδησε μαζί του τα «Ευζωνάκια», το «Βλαχόπουλο» και τον «Κωνσταντή» και σύστησε τη μουσική της προσφυγομάνας Θράκης μας στο μεγάλο κοινό; Και από τότε, μαζί με τη Γλυκερία, όλη η Ελλάς γνώρισε «έναν Στέργιο που πισμάνιψε» και τα «λιανοχορταρούδια και τον τρανό χορό τους». Η απάντηση είναι ο Νταλάρας.
Ο Νταλάρας, που αργότερα, παίρνοντας νοητά τη σκυτάλη από τον Καζαντζίδη και τον «σταθμό του Μονάχου», χάιδεψε τις ψυχές των πληγωμένων απόδημων μεταναστών μας με το «Λεβερκούζεν». Ο Νταλάρας, που, παρά όσα κατά καιρούς κακεντρεχή ακούω για την Κύπρο και τις συναυλίες του εκεί, είναι ένας από τους Ελληνες καλλιτέχνες που επισκέπτονταν και επισκέπτονται το νησί. Νυν και αεί.
Και, ως συχνός επισκέπτης της και ο ίδιος, γνωρίζω την τεράστια αξία που έχει να επιστρέφουμε διαρκώς σε αυτή την προαιώνια ελληνική γη. Ακόμη κι αν ο Νταλάρας ήταν ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου -που δεν φαίνεται να είναι, όπως μας έδειξε το ξεγύμνωμά του στον τηλεοπτικό φακό-, και πάλι θα έπρεπε να τον σεβόμαστε.
Διότι η κληρονομιά που θα αφήσει στον ελληνικό πολιτισμό μαζί με τους άλλους μεγάλους της Τέχνης μας είναι καύσιμος ύλη για να μη σβήσει το κερί του Ελληνισμού. Γιατί πρόκειται για έναν άνθρωπο που πιστεύει ότι… και ας έβγαλε τη βρόμα της η Ιστορία, η Ελλάδα δεν ξόφλησε. Αλλα λέει το «Ανεμολόγιο» του έθνους! Βεβαίως, δεν είναι ο πλέον εύκολος άνθρωπος του κόσμου, γιατί ακόμη και σήμερα παραμένει τραχύς και ακατέργαστος.
Δεν εξωτερικεύει εύκολα τα συναισθήματά του. Και, προπάντων, δεν κάνει δημόσιες σχέσεις. Την τελευταία φορά που τον άκουσα σε σοβαρή πίστα, στην Ιερά Οδό το 2015 ή 2016, καθόμουν στο τραπέζι ενός φίλου του και φίλου μου: του Σταύρου Μεϊμέτη. Ηταν στο μισό μέτρο απέναντί μας, ζωσμένος την κιθάρα του. Και απολύτως προσηλωμένος στην ευθεία με τον ηχολήπτη και τον φωτιστή στην αποστολή του.
Δεν μοίρασε ούτε μία «καλησπέρα» στους θαμώνες που γνώριζε, δεν χάρισε μισό χαμόγελο. Ο νους του στο τραγούδι και στη μουσική. Στο παραδοσιακό «Για δες τε τον Αμάραντο», που έλεγε μαζί με τη Γλυκερία, στο «Πεπρωμένο που πρέπει να δίνεις σημασία», στη «Σαμαρίνα και τα παιδιά της», στο «Ενα καράβι από την Κρήτη» που «πιάνει Ξάνθη – Κομοτηνή». Ο νους του ήταν στο κλαρίνο, στο ούτι, στο σαντούρι, στους ήχους τούς ελληνικούς.
Στα πολιτισμικά F-16 που μας «αγόρασαν» και με τα οποία μας «εξόπλισαν» οι προπάτορές μας. Στις δύο ιέρειες που τον πλαισίωναν, την Ελένη Βιτάλη και τη Γλυκερία. Υστερα από τέτοια θητεία στην ελληνικότητα, που έφτασε στην ερμηνεία τραγουδιού το οποίο έγραψε η Αρβελέρ για την πρώτη Αλωση του 1204, έχουμε και αμφιβολίες αν αυτός ο άνθρωπος δικαιούται να έχει άποψη για την πορεία της χώρας στο μέλλον; Επειδή τον θεωρούμε στριμμένο; Καθήκον έχει. Χρέος έχει.
Και, επειδή φέτος «εορτάζουμε» 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση και είμαστε συχνά αφοριστικοί για αυτή την περίοδο της Ιστορίας μας και για το πόσο μας «χάλασε», να καθίσουμε και να ξεχωρίσουμε ποιοι στόλισαν τη χώρα με τα κοσμήματά τους. Ο,τι και να είπε ο Νταλάρας, όσο δύσκολος και αν είναι ως χαρακτήρας, όσα και να του έσουρε ο Τζιμάκος, δεν μπορούμε παρά να υιοθετήσουμε πλήρως δύο φράσεις του στη Δώρα Αναγνωστοπούλου, γιατί μπορούν να λειτουργήσουν ως ξυπνητήρι και για την καθεύδουσα πατρίδα.
«Δεν μπορώ να αφήσω τα πράγματα στην τύχη τους», η πρώτη. «Δεν είναι αυτή, αγάπη μου, η Ελλάδα» η δεύτερη. Να τις επαναλαμβάνουμε κάθε μέρα στους εαυτούς μας. Την πρώτη σε πρώτο πληθυντικό: «Δεν πρέπει να αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη τους». Τη δεύτερη, αλλαγμένη: «Να φτιάξουμε μια Ελλάδα που να την αγαπάμε!»
Το δίδαγμα από το επεισόδιο Νταλάρα, λοιπόν, είναι να λες δυνατά τη γνώμη σου και να μη φοβάσαι μη δυσαρεστήσεις κάποιον. Η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση είναι να απαρνιέσαι την αγάπη των διπλανών σου και να γίνεσαι αντιπαθής, αν αυτό πρόκειται να αποβεί προς όφελος του τόπου!