Μετά τον Economist εμφανίστηκε πρόσφατα και ο Φαρίντ Ζακαρια, Αμερικανός ινδικής καταγωγής, συγγραφέας και δημοσιογράφος, που εντυπωσιάστηκε σε τέτοιο βαθμό από τις, κατά την κρίση του, εκπληκτικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, ειδικά μετά το 2019, ώστε αισθάνθηκε την ανάγκη να δημοσιοποιήσει τον ενθουσιασμό του μέσω των ΜΜΕ, και να τον μοιραστεί με όλους εμάς τους ιθαγενείς.
- Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
Τα πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι στην Ελλάδα αδυνατούμε να διακρίνουμε ίχνη ανάπτυξης και επιπλέον δεν μας βοηθούν και τα επίσημα στατιστικά δεδομένα. Συνεπώς, ή εξυφαίνονται συνεχείς συνωμοσίες εναντίον της χώρας μας, που συστηματικά παρεμβαίνουν και παραποιούν τα στατιστικά μας δεδομένα, ή ορισμένοι αλλοδαποί φίλοι μας διαθέτουν παραμορφωτικούς φακούς όταν ερμηνεύουν τα σχετικά δεδομένα της οικονομίας μας.
Ας δούμε, λοιπόν, για πολλοστή φορά τι καταγράφουν τα επίσημα στατιστικά δεδομένα για την ελληνική οικονομία, και πόσο μακροχρόνια απελπιστική είναι η κατάσταση της :
Αναφορικά με τη δήθεν ανάπτυξη
Η ανάπτυξη είναι άφαντη μετά το 2009. Μελέτη της Eurobank επιβεβαιώνει ότι το προμνημονιακό ΑΕΠ μας, που υπέστη καταρχήν μείωση της τάξης του 27% εξαιτίας των εγκληματικού περιεχομένου μνημονίων, δεν έχει ακόμη αγγίξει το επίπεδο του 2024. Δηλαδή, μέσα στα 15 τελευταία χρόνια, η χώρα είναι μονίμως και σημαντικά φτωχότερη σε σύγκριση με το 2009. Εξάλλου, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΔΝΤ και της ΕΛΣΤΑΤ το πραγματικό ΑΕΠ μας το 2024 θα είναι κατώτερο, κατά 15,6% σε σχέση με το 2007. Προκειμένου να επιστρέψει η ελληνική οικονομία σε δεκατρία χρόνια από σήμερα στα προ κρίσης χρέους επίπεδα πραγματικού ΑΕΠ, (δηλαδή το 2037) θα πρέπει να μεγεθύνεται σταθερά με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2,2%. Όπως προκύπτει από την εξέλιξη των τελευταίων ετών, οι έστω και ασήμαντοι ρυθμοί μεγέθυνσης μας αδυνατούν να είναι συνεχείς, αλλά είναι απλώς περιπτωσιακοί, διότι στα μεταμνημονιακά χρόνια η ελληνική οικονομία έχει υποστεί αποβιομηχάνιση, έχει συρρικνωθεί ο αγροτικός της τομέας, δεν έχουν γίνει οι απαραίτητες επενδύσεις συντήρησης του παραγωγικού της κεφαλαίου, βρίσκεται μονίμως σε καθεστώς σκληρής λιτότητας, έχει απολέσει χιλιάδες μορφωμένους νέους, που αποφάσισαν να βελτιώσουν την τύχη τους εκτός Ελλάδας, και έχει ξεπουλήσει το σύνολο σχεδόν της δημόσιας περιουσίας της. Οι αριθμοί είναι άκρως απογοητευτικοί, καθώς οι δαπάνες για επενδύσεις στη χώρα μας απέχουν 9 μονάδες από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, καθώς και η παραγωγικότητά μας, σύμφωνα με στοιχεία του ΚΕΠΕ, αντιπροσωπεύει μόνο το 55% του μέσου όρου της ευρωζώνης. Πώς να ονειρευτεί κανείς ανάπτυξη;
Περιττό, συνεπώς, να υπογραμμισθεί ότι αν δεν γίνουν σημαντικές ανατροπές, που δυστυχώς δεν προβλέπονται, η ελληνική οικονομία δεν διαθέτει τις απαραίτητες δυνατότητες σταθερής και ισορροπημένης ανάπτυξης. Άλλωστε, η αδυναμία ανάπτυξης της οικονομίας, με τις δικές της δυνάμεις αντικατοπτρίζεται και μέσω της αγωνίας προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων. Τα οποία, δυστυχώς, και όταν εισρέουν, κατευθύνονται προς την εξαγορά δημόσιου πλούτου ή οικοπέδων και ακινήτων, επιπλέον χωρίς έλεγχο προέλευσης των εκάστοτε αγοραστών.
Να σημειώσω ακόμη ότι η διαπίστωση της πραγματοποίησης, στην Ελλάδα, ρυθμού μεγέθυνσης υψηλότερου, κατά κάποια δέκατα της μονάδας, σε σύγκριση με άλλες χώρες, ουδόλως δικαιολογεί ενθουσιασμούς, γιατί είναι αναγκαστικά περιπτωσιακή, και συνεπώς καταδικασμένη να επιστρέψει γύρω στο 1%, (που δεν μπορεί να στηρίξει ανάπτυξη) και που προβλέπεται από το ΔΝΤ ως η μακροχρόνια εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας. Αλλά, ακόμη, και επειδή όταν η βάση εκκίνησης είναι τόσο χαμηλή, όπως στην ελληνική περίπτωση, είναι εύκολο να επιτευχθούν σχετικά υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης (που, ωστόσο, ουδέν σημαίνουν).
Ο κυρίαρχος μοχλός ανάπτυξης στην Ελλάδα ήταν η κατανάλωση
‘Ένα από τα ανυπέρβλητα εμπόδια ανάπτυξης της χώρας μας είναι και η πολύ χαμηλή ροπή για κατανάλωση, ενώ αποτελεί τον βασικό αναπτυξιακό της μοχλό. Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου LEVY η κατανάλωση είναι τώρα 14% χαμηλότερη, σε σύγκριση με την αντίστοιχη προμνημονιακή. Επιπλέον, όπως αποκαλύπτει ο ΟΟΣΑ, οι μισθωτοί στην Ελλάδα έχουν απολέσει τον τελευταίο χρόνο, ένα ολόκληρο μισθό αγοραστικής δύναμης, εξαιτίας του πληθωρισμού (τον δεύτερο υψηλότερο στην Ευρώπη για τα είδη διατροφής). Στους παραπάνω λόγους ανεπαρκούς ζήτησης για κατανάλωση δεν θα πρέπει να λησμονείται ο μακροχρόνιος κυρίαρχος, δηλαδή το γεγονός ότι οι μισθωτοί στην πατρίδα μας έχουν τον χαμηλότερο ονομαστικό μισθό στην Ευρώπη, που επιπλέον υστερεί κατά 17% σε σύγκριση με το επίπεδο πριν από τα μνημόνια. Πριν από την εισβολή των μνημονίων ο μέσος ελληνικός μισθός αντιπροσώπευε το 86,4% του μέσου ευρωπαϊκού, ενώ το 2022, το 56,9% αντίστοιχα, και είναι ο χαμηλότερος στην Ευρωζώνη . Άλλωστε, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση της Eurobank, κατά 23,9% χαμηλότεροι σε σχέση με το ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί το 2009, πριν φανούν οι επιπτώσεις της κρίσης χρέους, διαμορφώνονται σήμερα οι μισθοί στην Ελλάδα. Συνεπώς, αναμενόμενη θα έπρεπε να είναι και η πρόσφατη διαπίστωση, ότι όσοι διαθέτουν αποταμιεύσεις, αντλούν από αυτές τα απαραίτητα προς το ζην, ακυρώνοντας έτσι μελλοντικές δυνατότητες χρηματοδότησης νέων επενδύσεων. Να προσθέσω ότι η αύξηση των εξαγωγών θα μπορούσε να προσθέσει κάποιες αισιόδοξες νότες στο σκοτεινό περιβάλλον της ανάπτυξης αν δεν ήταν η κυρίαρχη συνέπεια της μείωσης της εσωτερικής κατανάλωσης.
Η φτωχοποίηση και εξαθλίωση της χώρας
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, 7 στους 10 πολίτες στην Ελλάδα αισθάνονται φτωχοί. Η Ελλάδα, εξάλλου, εμφανίζει διαχρονική επιδείνωση του μορφωτικού της επιπέδου, στην παγκόσμια έρευνα της ΠΙΖΑ. Έχει το υψηλότερο ποσοστό ατόμων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο στην Ε.Ε. (81,6%) (δηλαδή μόνο με απολυτήριο Γυμνασίου), που θεωρούνται φτωχά. Λιγότερο από ένας στους τρεις Ευρωπαίους με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο θεωρείται υποκειμενικά φτωχός το 2022, έναντι τεσσάρων στους πέντε Έλληνες. Η κατάσταση της δημόσιας υγείας είναι, ως γνωστόν, αυτόχρημα απελπιστική.
Η θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη
Η εικόνα απόγνωσης συμπληρώνεται από την κατρακύλα της διεθνούς θέσης της Ελλάδας. Πριν από τα μνημόνια η Ελλάδα κατείχε την 14η θέση, μεταξύ των οικονομιών της ΕΕ, και το κατά κεφαλήν εισόδημά της αντιπροσώπευε το 95,3% του μέσου ευρωπαϊκού. Σήμερα, το ελληνικό ΑΕΠ αντιπροσωπεύει μόνο το 66,4 του μέσου ευρωπαϊκού, και βρίσκεται στο τελευταίο σκαλοπάτι, έχοντας μας ξεπεράσει, ακόμη, και η Βουλγαρία.
Και διηγώντας τα να κλαις. Σαφώς δεν είμαστε για θριαμβολογίες και όσοι το επιχειρούν βυθίζουν την Ελλάδα ακόμη πιο βαθιά στην καταπακτή. Αντιθέτως, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε την οικτρή θέση στην οποία έχουμε περιέλθει, γιατί μόνο τότε θα αντιδράσουμε