Ιδού τα μέγιστα υπαρξιακά ερωτήματα των ημερών μας: Πού θα «τσικνίσουν» (πόσο απαίσιο ρήμα) οι Ελληνες, πόσο πάει η γαρδούμπα, πού βρίσκεται το καλύτερο κοκορέτσι, πόσο κοστίζουν τα παϊδάκια στη Βαρβάκειο, τι θα φάμε την Καθαρά Δευτέρα, πόσο κάνουν τα ντολμαδάκια, οι γαρίδες, η ταραμοσαλάτα η κόκκινη, η ταραμοσαλάτα η λευκή, οι τιμές της χοιρινής μπριζόλας στα σούπερ μάρκετ και δεν συμμαζεύεται.
Και δώσ’ του οι γαργαντούες (ένεκα… παράδοσης) να αλαλάζουν ημιμεθυσμένοι «χρόνια πολλά» και τα κοκκινισμένα μάτια τους να έχουν πάρει τη γυαλάδα του αλκοολούχου δηλητηρίου που πλημμυρίζει τις φλέβες και τις… φρένες τους (πάντα για το… καλό) και να εύχονται σε όλες και όλους «άντε στην υγειά μας»!
Κι αναρωτιέσαι πού να κρύβεται τούτη η υγεία μέσα στην κραιπάλη, πού να βρίσκεται θαμμένη κάτω από στρώματα με ξίγκια, πασπαλισμένη με αλατοπίπερα, βουτηγμένη σε σάλτσες, πνιγμένη σε ξίδια και κρασιά και μπίρες και ουίσκια.
Και οι ρεπόρτερ ερευνητές να ξερνάνε αδιάκοπα τα θλιβερά κλισέ για τις «γειτονιές που ξανανιώνουν» για τα «τοπικά γλέντια» για τους «επιδέξιους ψήστες» της υπαίθρου και των αστικών σοκακιών. Και οι χειριστές των επιτόπιων ρεπόρτερ, οι πεντακοσιομέδιμνοι τηλεπαρουσιαστές να σαλιαρίζουν με τους διονυσιασμένους λατρευτές της κοιλιοδουλείας.
Είναι στ’ αλήθεια να ξερνάς με τούτη τη συστηματική αποθέωση της άνευ όρων παράδοσης στη σάρκα, τον εγκωμιασμό της χοϊκής συμπεριφοράς. Το θέμα της επετειακής υπερφαγίας και της υπερκατανάλωσης αλκοόλ, που δεν θα έπρεπε να απασχολεί περισσότερο απ’ όσο του αναλογεί, δηλαδή ελάχιστο, βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος μεγάλης μερίδας της κοινωνίας.
Λες και είναι το βασικό ζητούμενο το ξεπέρασμα του μέτρου, η παραβίαση κάθε κανόνα λογικής συμπεριφοράς και η αποξήρανση της παράδοσης από το αληθές νόημά της.
Και, οποία ειρωνεία… Το τι είδους κρέας θα φάμε μια Πέμπτη από τις πολλές, που τρώμε κρέας, το διαδέχεται τι είδους νηστίσιμα θα φάμε κάποια «καθαρή» Δευτέρα, που υποτίθεται ότι δεν τρώμε κρέας.
Και κάπου στο βάθος αχνοφαίνονται τα διαγνωστικά κέντρα, όπου θα προσφύγουν ελαφρά πανικόβλητοι οι διονυσιασμένοι καρναβαλιστές, που λαχανιάζουν εύκολα κι ανησυχούν για τα τριγλυκερίδια και τη χοληστερίνη τους. Μπλιαχ, και καλή μας χώνεψη!