Φαντάσου να είσαι στιχουργός και, ενώ τρέχεις να προλάβεις ραντεβού με τις Εννέα Μούσες, τρακάρεις μετωπικά με μια νταλίκα έμπνευση. Από τη ζαλάδα της τράκας φτάνεις σε τέτοιο σημείο διονυσιασμού και μεθέξεως με το αμέθεκτον και συνεχές Εν, και καταλήγεις να παραδώσεις, ως κτήμα εσαεί στην ανθρωπότητα, στίχο πυκνό και μεστό νοήματος ωσάν δελφικό παράγγελμα: «Τατατατά, ψάρια βραστάτατα ή τηγανητάτατα». Μέγα το μήνυμα για τις επόμενες γενεές, μεγαλύτερη η πρόκληση της αποκωδικοποίησής του. Κι εσύ στοχάζεσαι τις επόμενες στροφές κι εισέρχεται εντός σου η 7η Τέχνη αυτοπροσώπως.
Ο σινεμάς εισβάλλει στον νου σου, αναλαμβάνει τα ηνία του λογιστικού μέρους της ψυχής σου και σε κατευθύνει στον τελικό προορισμό σου. Θέλει να δημιουργήσεις μια οπτικοακουστική πανδαισία, στην οποία συνυπάρχουν η Ακρόπολις, η χασαποταβέρνα «Ο σεσηπώς κύων», εις πεδιλωμένος άμα τε και καλτσοφόρος μπατιροτουρίστας, γραίες βακχεύουσες, ένα ταξί, σκουπίδια στην Ομόνοια, ένα πιάτο μισοφαγωμένο τζατζίκι, προτηγανισμένες πατάτες που έχουν κολυμπήσει επί δεκάλεπτο σε τηγάνι γεμάτο με ταγκισμένο ηλιέλαιο, το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί 667 φορές, και μια δεσποσύνη ντυμένη με την τελευταία λέξη της μόδας – δηλαδή, με ρούχα που ψώνισε από πάγκους πανηγύρεως στο χωρίον Κάτω Ανακόντα του νομού Ηλείας.
Κι όλο τούτο το επενδύεις με ήχους απ’ όλο τον κόσμο: από τη Βομβάη και το Μενίδι, το Καράτσι και το Μέτσοβο, τη Μανίλα και το Μόναχο, και βίρα μάινα ακούγεται το «τα τα τα τα τα». Μα, δεν είναι έξοχο; Αυτή δεν είναι η ουσία της πρότασης του κράτους μας για την ελληνικότητα – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή μας στον σπουδαίο ευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού της Γιουροβίζιον;
Και, ναι, αν υπάρχουν υποψίες ότι η στιχουργική πατέντα «τα τα τα τα τα» εκλάπη, τότε αξίζει και λεκτικές μάχες να διεξάγονται στις τηλεοράσεις και δικαστήρια να γίνονται και οι σοφοί πανελίστες με τις πριμάτες φωνές να φωτίζουν τον λαό με τις άριστα επεξεργασμένες απόψεις τους.
Ούτως έχουσιν τα πράγματα εν Ελλάδι.