Ο Ευριπίδης (480 π.Χ. – περ. 406 π.Χ.) γεννήθηκε στη Σαλαμίνα την ημέρα της θρυλικής ναυμαχίας εναντίον των Μήδων εισβολέων. Την ώρα που ο Ευριπίδης αντίκριζε το φως, ο ομότεχνός του, Αισχύλος, πολεμούσε. Σπάθιζε σάρκες περσικές καθώς και των συμμάχων τους. Στα επινίκια της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας ο έτερος της ιερής τριάδας των τραγωδών, ο Σοφοκλής, ήταν, ως ένας από τους ωραιότερους εφήβους της πόλεως, ο πρώτος στην επινίκια πομπή. Ο πόλεμος, η αγωνία, το αίμα και ο θρήνος ένωσαν με αλλόκοτο, αόρατο νήμα τους Αθηναίους τραγωδούς, που απαθανάτισαν σε στίχους το διαχρονικό και απαράλλαχτο ανθρώπινο δράμα και τις δυσερμήνευτες βουλές των θεών.
Ο Ευριπίδης, λοιπόν, ήρθε στη ζωή σε μια χωροχρονική γωνιά ποτισμένη με περιφρόνηση για τον θάνατο και τη λατρεία της ελευθερίας, η οποία αποτελούσε το απόλυτο ιδανικό, το κύριο πρόταγμα του ατομικού και συλλογικού βίου. Αν ήθελε κάποιος να συνοψίσει την ελληνική σκέψη και πράξη σε λιγότερες από 10 λέξεις, η πρώτη και κυρίαρχη θα ήταν η ελευθερία, η δίδυμη αδελφή της αληθινής ζωής και η μοναδική αξιόμαχη αντίπαλος και ακυρωτική δύναμη του θανάτου.
Ο θάνατος είναι ο άρχων του κόσμου τούτου και κυβερνά με τον φόβο. Υποδουλώνει ψυχές και συνειδήσεις, συντονίζει τις κοινωνίες στον ρυθμό της σήψης και της αποσύνθεσης και διαιωνίζει την ισχύ του, προβάλλοντας, σαν λαγός που βγαίνει από το καπέλο του ταχυδακτυλουργού, ένα ολοστρόγγυλο τίποτα. Η πηγή της ισχύος του θανάτου είναι ο τρόμος για το μηδέν, το ανθρώπινο δέος μπροστά στην απειλή της ανυπαρξίας, η συντριβή του νου και του συναισθήματος ενώπιον της απειλής του οριστικού και αμετάκλητου αφανισμού. Αφού πείθεται ο περιδεής θνητός ότι δεν υπάρχει τίποτα πέρα από τον ένσαρκο βίο, αφιερώνεται ολόθερμα στην ύλη, τη θρονιάζει στη θέση του Απόλυτου και υιοθετεί χοϊκή, πτωτική συμπεριφορά.
Τα κλειδιά του… άβατου της ύλης τα βαστούν ανά χείρας οι αρχιερείς της, εκείνοι που καταδέχτηκαν να γίνουν ένα με αυτήν και να την υπηρετήσουν άνευ αντιλογίας – κι αυτούς, τους πλουσιότερους όλων, οι κοινωνίες, οι σοφοί, οι Αγιοι και οι φιλόσοφοι τους αποδοκιμάζουν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Το σύνολο των προβλημάτων του είδους μας καθώς και των νοσογόνων καταστάσεων που ταλανίζουν την παγκόσμια κοινότητα πηγάζει από το horror vacui, τον τρόμο του κενού. Οι κατέχοντες πλούτο προσπαθούν με την ύλη να γεμίσουν ό,τι πληρώνεται μόνο με πνεύμα και οι πιστοί ακόλουθοί τους, πεπεισμένοι για τον θρίαμβο του μηδενός, βαδίζουν στα χνάρια τους – με τη διαφορά ότι οι τελευταίοι δεν έχουν καν αφθονία ύλης στη διάθεσή τους. Κι έτσι, πλούσιοι και φτωχοί γίνονται δούλοι του θανάτου. Ολοι μαζί χλομιάζουν μπροστά στην απειλή του μηδενικού. Η άρνηση της ύπαρξης του Θεού είναι το μέγα τρικ του κακού, του Διαβόλου, που φαίνεται να επηρεάζει δραστικά τα ανθρώπινα∙ αν κι αυτή η επικράτησή του είναι πρόσκαιρη και δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να ισχύσει και σε εκείνη τη μειοψηφία όσων πιστεύουν στον Θεό και στην ύπαρξη ζωής μετά το διάβα των πυλών του Επέκεινα.
Οποιος πιστεύει σε Θεό και υπολογίζει την ύπαρξή του με άξονα την αφθαρσία της ψυχής δεν είναι ανόητος ώστε να θυσιάσει τα πάντα για το… τίποτα. Δεν διανοείται καν να υποχωρήσει σε ζητήματα αξιακά, να βάλει νερό στο κρασί της ελευθερίας του, να κάνει ηθικές αβαρίες και συμβιβασμούς.