Δεν συνηθίζω να ανατρέχω σε αποσπάσματα παλαιότερων άρθρων μου προκειμένου να επικαλεστώ «του λόγου το αληθές». Τούτη τη φορά, όμως, θα το κάνω, όχι βεβαίως για να ευλογήσω τα γένια μου, αλλά για να αποδείξω ότι το ελληνικό «καλωσόρισμα» του Κοσσυφοπεδίου στο Συμβούλιο της Ευρώπης, το οποίο προκάλεσε έκρηξη οργής στην Σερβία, δεν αποτελεί μεμονωμένη πρωτοβουλία της Ντόρας Μπακογιάννη, αλλά καλά επεξεργασμένη στρατηγική διολίσθησης από πάγια εθνική θέση. Διολίσθηση που είναι κοινό μυστικό ότι υπαγορεύθηκε από το Βερολίνο στην πάντα ευεπίφορη σε γερμανικές νουθεσίες κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Το πρώτο ρήγμα σημειώθηκε πέρυσι τέτοια εποχή. Μερικούς μήνες αργότερα απλώς η κυρία Μπακογιάννη, με τη γνωστή της μαεστρία, κοίμισε τους Σέρβους και έβαλε η ίδια την οριστική σφραγίδα στο συμβόλαιο. Ανεξάρτητα, λοιπόν από το τι λέει και τι δεν λέει η κυβέρνηση για το πρόσφατο συμβάν με πρωταγωνίστρια την Ντόρα, η απόφαση ήταν προειλημμένη και ουσιαστικά προεξοφληθείσα, όπως έγραφα, από τον Δεκέμβριο του 2022.
Τον περασμένο Απρίλιο επανήλθα στο ζήτημα με ακόμα ένα άρθρο, το οποίο μεταφράστηκε στα σερβικά μέσα ενημέρωσης, καταγράφοντας τη στροφή της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης που ανοίγει τον δρόμο για διεθνή αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου. Αν ξαναδιαβάσετε εκείνες τις γραμμές, θα πιστέψετε ότι αναφέρομαι στο σήμερα! Κι όμως γράφτηκαν έναν χρόνο νωρίτερα και έχουν ως εξής:
«[…] Σε πρόσφατο ψήφισμα σχετικά με την ένταξη του Κοσσυφοπεδίου στο Συμβούλιο της Ευρώπης η Ελλάδα για πρώτη φορά -και σε αντίθεση με την Κύπρο, που καταψήφισε- επέλεξε τον ανέντιμο δρόμο της αποχής. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποδείχτηκε ικανός και για αυτό το ξεδιάντροπο «unfair» απέναντι σε ένα έθνος -το μοναδικό, ίσως, στον πλανήτη- με το οποίο οι Ελληνες έχουν αδελφική σχέση, όχι απλώς φιλική.
[…] Σε δύο Παγκόσμιους Πολέμους, Ελληνες και Σέρβοι στάθηκαν χέρι χέρι στην πραγματικά σωστή πλευρά της Ιστορίας. Και ήταν οι λαοί που μονίμως έμπαιναν στο ρουθούνι της αυτοκρατορικής και αργότερα ναζιστικής Γερμανίας, σε αντίθεση με άλλους Βαλκάνιους, που προσέφεραν απλόχερα τις υπηρεσίες τους στο Ράιχ.
Οι Ελληνες αγαπούν τους Σέρβους και το απέδειξαν όταν εκείνοι στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ανήμποροι και απομονωμένοι, κλήθηκαν να υπερασπίσουν την πατρίδα τους από τους κατσαπλιάδες του Ου-Τσε-Κα και τους σύγχρονους βαρβάρους του ΝΑΤΟ που τους βομβάρδιζαν χωρίς έλεος. Κι οι Σέρβοι από την πλευρά τους δεν ξέχασαν ποτέ αυτή τη βοήθεια. Το διαπίστωσα με τα ίδια μου τα μάτια όταν στη διάρκεια της γιουγκοσλαβικής κρίσης βρέθηκα πολλές φορές στη φλεγόμενη Βοσνία και στο Κοσσυφοπέδιο. Στα συνοριακά φυλάκια ακόμα και οι πιο σκληροτράχηλοι, μπαρουτοκαπνισμένοι Σέρβοι πολεμιστές, όπως οι «Τίγρεις του Αρκάν», που πυροβολούσαν προτού τους πεις το όνομά σου, μαλάκωναν απότομα μόλις έβλεπαν ελληνικό διαβατήριο. Φωτιζόταν το πρόσωπό τους. «Ελα μέσα να πιούμε μια σλιβοβίτσα» μου έλεγαν. «Γιατί αν δεν ήσασταν εσείς οι Ελληνες θα βάζαμε αντί για βενζίνη στα αυτοκίνητά μας κάρβουνο…»
Για τους Σέρβους, λοιπόν, σήμερα το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου είναι ζήτημα υπαρξιακό. Εκτός από την υπεράσπιση του λίκνου της ιστορικής και της θρησκευτικής τους κληρονομιάς, η διατήρηση ενός διεθνούς στάτους «μη αναγνώρισης» του υβριδικού κράτους των Κοσοβάρων είναι το μόνο όπλο άμυνας απέναντι στον αλβανικό επεκτατισμό, που δείχνει διαρκώς τα δόντια του στη Βαλκανική.
Σήμερα υπάρχουν μόλις πέντε χώρες μέλη της Ε.Ε. που δεν αναγνωρίζουν το Κοσσυφοπέδιο ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος. Μεταξύ τους η Ελλάδα και, φυσικά, η Κύπρος, για ευνόητους εθνικούς λόγους.
Η ελληνική στάση, ωστόσο, έχει αρχίσει να παρουσιάζει ρωγμές, παρότι «πρωθυπουργός» και «πρόεδρος» του κράτους-λησταρχείου που πρόσφατα -με ενθάρρυνση Γερμανών και Αμερικανών- υπέβαλε και αίτηση ένταξης στην Ε.Ε. (!) έχουν επανειλημμένως φωτογραφηθεί με γκραβούρες της «Μεγάλης Αλβανίας», που φτάνει μέχρι την Πρέβεζα, συμπεριλαμβάνοντας την Κέρκυρα!
Αντί να τους έχουμε πάρει στο κυνήγι για το ανέκδοτο της «Μεγάλης Αλβανίας», ο Μητσοτάκης δεν χάνει την ευκαιρία να χαριεντίζεται με τον αναιδή Ράμα, ενώ χωρίς κανέναν προφανή λόγο έχουν πυκνώσει οι επισκέψεις απεσταλμένων της ελληνικής κυβέρνησης στην Πρίστινα. Από τον… Πάτση μέχρι τη Μενδώνη.
Αν ο Μητσοτάκης σκέπτεται να τροποποιήσει την πάγια ελληνική πολιτική «μη αναγνώρισης» για να κάνει τα γλυκά μάτια στους Γερμανούς, θα διαπράξει εθνική μειοδοσία και πρωτοφανή ασέβεια απέναντι στα αισθήματα της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού λαού. Οπως ακριβώς έπραξε και με την αποστολή όπλων στην Ουκρανία. Ταυτόχρονα, όμως, θα καταφέρει να διαταράξει αμετάκλητα τις σχέσεις με τον μοναδικό σύμμαχο στην εύφλεκτη βαλκανική γειτονιά.
Στη συνέχεια, το άρθρο του 2023 συνεχίζει παραθέτοντας γεγονότα που μοιάζουν να έχουν βγει με καρμπόν από το…σήμερα: «Στο άκουσμα της είδησης για το ελληνικό “unfair” στο Συμβούλιο της Ευρώπης, η πρωθυπουργός της Σερβίας ακύρωσε την ομιλία της στο Συνέδριο των Δελφών, μία επαρχιακή εκδοχή ελληνικού Νταβός, που έχει όμως ημιεπίσημο χαρακτήρα, καθώς γίνεται υπό την αιγίδα της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Σχεδόν ταυτόχρονα, οι σερβικές ειδικές δυνάμεις ακύρωσαν τη συμμετοχή τους στην διακλαδική άσκηση “Ωρίων” του ελληνικού υπουργείου Αμυνας, ενώ ο πρόεδρος Βούτσιτς μίλησε με πικρία για χώρες που εξέπληξαν δυσάρεστα με τη συμπεριφορά τους στην επίμαχη ψηφοφορία. Αλλά και ο υπουργός Εξωτερικών Ιβιτσα Ντάτσιτς, σε ένα τουίτ του γεμάτο νόημα, ευχαρίστησε τον πρώην ομόλογό του Κατρούγκαλο και τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή διαφοροποιήθηκαν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Οποιος ξέρει να διαβάζει αυτές τις κινήσεις αντιλαμβάνεται ότι η ενόχληση των Σέρβων είναι πολύ μεγάλη. Αυτό που παραμένει ασαφές είναι ποιο αντισταθμιστικό όφελος εξασφάλισε ο κ. Μητσοτάκης για αυτή τη στροφή. Και για λογαριασμό ποίου; Της Ελλάδας ή του εαυτού του;
Είναι τοις πάσι γνωστό ότι οι Γερμανοί ενδιαφέρονται πάση θυσία για την ένταξη του Κοσσυφοπεδίου στις ευρωπαϊκές συλλογικές δομές, γιατί θεωρούν ότι αυτό εξυπηρετεί τις γεωστρατηγικές τους επιδιώξεις. Μία από τις βασικές ερωτήσεις που έκανε η δημοσιογράφος της Deutsche Welle στον Αλέξη Τσίπρα κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στη Γερμανία ήταν αν σε περίπτωση που ξαναγίνει πρωθυπουργός… θα αναγνωρίσει το Κόσοβο!».
Αντί για επίλογο, σε εκείνο το προφητικό άρθρο κατέληγα σε ένα ερώτημα, που θα επαναλάβω και σήμερα: «Με ποιον ακριβώς αξιακό κώδικα μπορεί να προωθείται η υποψηφιότητα ενός κράτους-κουρελού, κρησφύγετου ναρκεμπόρων και άλλων εγκληματικών στοιχείων, στις ευρωπαϊκές δομές; Τι σόι Ευρώπη είναι αυτή που θέλει να ενσωματώσει αμετανόητους Ου-Τσε-Κάδες, σαλταδόρους και ταραχοποιούς; Ποια ακριβώς ιδανικά έχει φτάσει να εξυπηρετεί η Ευρωπαϊκή Ενωση του Βερολίνου;».