Τα νέα είναι, όντως, άσχημα. Διότι, οι σκληρές κατηγορίες έρχονται από τις ΗΠΑ με τις οποίες υποτίθεται ότι έχουμε άριστες σχέσεις, είμαστε σχεδόν το «χαϊδεμένο τους παιδί», όπως επίσημα υποστηρίζει η Κυβέρνησή μας. Είναι, άλλωστε, η σιωπηρή δικαιολογία μας, για το ότι εκτελούμε αδίστακτα ότι μας ζητήσουν, χωρίς να το πολύ σκεφτόμαστε, μια και είναι εκ προοιμίων για το καλό μας, έστω και αν δεν φαίνεται εκ πρώτης όψης.
Εξυπακούεται, ότι δεν ζητάμε ποτέ και τίποτα ως αντάλλαγμα, καθώς δεν επιτρέπουμε, καν στον εαυτό μας να σκεφτεί ότι ενδέχεται, κάποια από τα αιτήματα να στρέφονται, εναντίον μας, και να μας θέτουν σε κίνδυνο. Όπως, λ.χ. η συνεχής αποστολή πολεμικού υλικού στην Ουκρανία. Η οποία, και έχει πια έντονα απάνθρωπο περιεχόμενο, από τη στιγμή που ο πόλεμος συνεχίζεται, αποκλειστικά και μόνο, για λόγους πρεστίζ (prestige) της Δύσης. Οι αποστολές αυτές, οπλικών συστημάτων, δεν ανακοινώνονται στον ελληνικό λαό, γιατί κρίνεται προτιμότερο να μην τις γνωρίζει, μια και (κακώς) διαφωνεί.
Και να τώρα, που οι ΗΠΑ, που μας κάνει σκουπίδι, και για το κράτος δικαίου μας, και για τις ατομικές ελευθερίες εντός της χώρας μας.
Οι κατηγορίες και η ελληνική Δικαιοσύνη
Σίγουρα, και πριν από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η τραγική αξιολόγηση των θεσμών, από τον ελληνικό λαό, και ειδικότερα για τη Δικαιοσύνη, όπου μόνο 3 στους 10 Έλληνες την εμπιστεύονται, είναι αρκούντως ενδεικτική της κατάστασης που επικρατεί στην Ελλάδα.
Και είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το φιάσκο, που διεξάγεται μέσα από το έγκλημα των Τεμπών, ρίχνει μαύρα και ολοένα πυκνότερα πέπλα, επάνω στην ελληνική Δικαιοσύνη, για τους εν γένει χειρισμούς της. Το ίδιο και οι αήθεις επιθέσεις αρμοδίων εναντίον της Ευρωπαίας Εισαγγελέως, η οποία ήρθε για να διερευνήσει το τι συμβαίνει με την υπόθεση αυτή και απειλήθηκε με πειθαρχικά, καταγγελίες, κίνδυνο απώλειας της θέσης της και υποβάθμιση της προσωπικότητάς της. Ήταν, σαφέστατα, ανεπιθύμητη. Το ίδιο, με τους 1.350.000 Έλληνες που απαίτησαν την άρση (επιτέλους) της ασυλίας των υπουργών που βαρύνονται με σκιές (αδιάφορο, αν πιθανόν αθωωθούν εκ των υστέρων), και αυτή δεν δόθηκε. Το ίδιο με την αδιαφορία των αρμόδιων, ενόψει δημοψηφίσματος, που δείχνει το 80% των ερωτηθέντων να πιστεύουν στη συγκάλυψη των όσων συνέβησαν στα Τέμπη. Το ίδιο με την άκρως κακόγουστη προσπάθεια απόδοσης της καταιγίδας, για τα Τέμπη, σε «εργαλειοποίηση» για πολιτικούς λόγους. Το ίδιο και η σχεδόν εχθρική αντιμετώπιση των συγγενών των θυμάτων, από αξιωματούχους, αλλά και από τη Δικαιοσύνη. Το ίδιο και οι κυβερνητικές δηλώσεις, για τα Τέμπη, που εκ των υστέρων αποκαλύπτονται αναληθείς.
Μένω στα Τέμπη γιατί, δυστυχώς, το εκεί έγκλημα άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, για το τι μπορεί να συμβαίνει εντός της Δικαιοσύνης. Το πλήγμα είναι ασήκωτο, καθώς η Δικαιοσύνη ήταν ανέκαθεν το τελευταίο οχυρό του λαού, όπου πίστευε ότι θα έβρισκε το δίκαιό του.
Γίνεται, γενικώς, δεκτό ότι οι δικαστές είναι ανεξάρτητοι και δεν υποκύπτουν σε πιέσεις, κάθε είδους και μορφής, εξαγοράς της συνείδησής τους έναντι υποσχέσεων τοποθέτησής τους σε υψηλές θεσμικές θέσεις κλπ..κλπ. Και θέλω να πιστεύω ότι έτσι ακριβώς είναι η κατάσταση στην ελληνική Δικαιοσύνη. Το πρόβλημα, ωστόσο, έγκειται στο γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού δεν το πιστεύει, και ανεξαρτήτως του αν έχει ή όχι δίκαιο, είναι κατεπείγουσα η ανάγκη να γίνει κάτι, προκειμένου να επανέλθει η λαϊκή εμπιστοσύνη στη λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Κεκαλυμμένες μορφές ανελευθερίας του Τύπου
Και δύο λόγια για την ελευθερία του Τύπου. Επισήμως, είναι αλήθεια, ότι δεν διαπιστώνεται περιορισμός της, εφόσον ο καθένας μπορεί να υποστηρίξει και να γράψει ότι πιστεύει. Ο έλεγχος, ωστόσο, είναι παρών, αποδεικνύεται αποτελεσματικός, και στην πορεία του χρόνου εξελίσσεται ολοένα και πιο ευρηματικός. Πρόκειται για τα συστημικά ΜΜΕ, τα οποία και λαμβάνουν, κατά καιρούς, παχυλές κυβερνητικές ενισχύσεις, και τα οποία επιδίδονται, συστηματικά:
*σε αποσιώπηση ειδήσεων, όταν αυτές είναι δυσάρεστες για την Κυβέρνηση
*σε υποβάθμιση της σημασίας τους
*σε αλλοίωση του νοήματός τους
*σε πιέσεις δημοσιογράφων να αποσιωπήσουν τυχόν σκάνδαλα.
Έτσι, άτομα που παραμένουν προσηλωμένα στα συστημικά ΜΜΕ (παρότι η ακροαματικότητα τους συρρικνώνεται συνεχώς) εμφανίζονται, συχνά, να αγνοούν σημαντικά γεγονότα ή να τα έχουν καταγράψει με θετικό πρόσημο για τη χώρα και την Κυβέρνηση, ενώ αυτό ήταν σαφέστατα αρνητικό.
Παράλληλα σε αυτής της κατηγορίας τα ΜΜΕ, αποκλείεται συστηματικά η συμμετοχή, σε συζητήσεις, ατόμων που παρότι διαθέτουν την εκάστοτε απαιτούμενη εξειδίκευση, οι θέσεις τους όμως δεν οριζοντιώνονται με τις αντίστοιχες κυβερνητικές. Και επειδή συμβαίνουν και κάποια λάθη, κατά την πρόσκληση συζητητών, είναι αρκετά σύνηθες το (όντως διασκεδαστικό) φαινόμενο της σχεδόν βίαιης αφαίρεσης του λόγου τους, όταν αυτός αντιτίθεται στη γραμμή που έχει δοθεί και που επιβάλλεται να ακολουθηθεί.
Φυσικά, αυτά, και πολλά άλλα που δεν περιλαμβάνω στο παρόν σύντομο σημείωμα μου, είναι ιδιαιτέρως σοβαρά και ιδιαιτέρως δυσάρεστα για το εύρος της Δημοκρατίας, που ισχύει στην Ελλάδα.
Πως θα έπρεπε να υπερασπιστεί η Κυβέρνηση;
Το πως θα απαντήσει η ελληνική Κυβέρνηση, στην ομοβροντία των εναντίον της κατηγοριών, από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αποτελεί, σίγουρα, πονοκέφαλο. Η καλύτερη, ασφαλώς, υπεράσπισή της θα ήταν η επίθεση. Με αναφορά, ανάμεσα και σε άλλα, στο Κυπριακό, το οποίο δεν είχε τις ευλογίες της Ουκρανίας, ενώ θα έπρεπε, καθώς και στο συνεχές γκριζάρισμα του Αιγαίου, που καταπατά το Διεθνές Δίκαιο, χωρίς αντίδραση των ΗΠΑ. Ίδωμεν!