Πλούσιοι ηγέτες χρεοκοπημένων κομμάτων μιλούν για ανάταξη της εθνικής οικονομίας. Διαταραγμένες προσωπικότητες βυθισμένες στην παρακμή, στην ηθική σήψη, στις ουσίες και την -παντί τρόπω- λατρεία της σαρκός υπόσχονται «εξυγίανση» του δημοσίου βίου. Ηθικολογούν. Κουνούν το δάχτυλο στα πλήθη. Εκφράζονται αφοριστικά. Δαχτυλοδείχνουν ως αποσυνάγωγους όσους τολμητίες εκφράζουν δική τους άποψη, δίχως πρώτα να την έχουν θέσει προς έγκριση από τα τηλεοπτικά ιεροδικεία της πολιτικής ορθότητας – μιας τυραννίας με… τρόπους, που ενδύεται την τήβεννο της νομιμότητας και αφαιρεί την ελευθερία της ευθείας διατύπωσης αυτονόητων αληθειών.
Για χάρη επινοημένων μειονοτήτων παραβιάζoνται θεμελιώδη δικαιώματα της πλειοψηφίας. Για να μην αδικηθεί, τάχα, ένας φυλακίζονται προληπτικά άπαντες πίσω από αόρατα κάγκελα – ενίοτε πίσω από πραγματικά.
Οι ηγέτες των εσχάτων ημερών μιλούν ως αυθεντίες δίχως να έχουν αποπειραθεί να κατανοήσουν οτιδήποτε άλλο πλην των κουτοπόνηρων παιχνιδιών της εξουσίας. Κι ενώ περιδινίζονται μέσα στον βούρκο που οι ίδιοι δημιούργησαν, συμπαρασύρουν στον θανάσιμο χορό τους και τις μάζες. Κατασκευάζουν ευρείες συναινέσεις για συλλογικές αυτοχειρίες σε αργή κίνηση. Μειώνουν τον πληθυσμό στη χώρα, που λειτουργεί σαν ξενιστής παρασιτικών ομάδων που ζουν με τους κόπους και το υστέρημα των άλλων. Μειώνουν τα εδάφη της, τη διεθνή επιρροή της, το αυτεξούσιό της, τα υλικά και πολιτισμικά αποθέματά της.
Απεμπλουτίζουν και απομαγεύουν ακόμα και το χώμα πάνω στο οποίο βαδίζουν. Κινούμενες και ομιλούσες κατάρες, η απώλεια αυτοπροσώπως με σάρκα και οστά.
Αυτοί οι μειοψηφικά εκλεγμένοι τυραννίσκοι στηρίζουν την αρχή τους σε δύο πυλώνες: ο ένας είναι η προσοχή των άλλων και ο άλλος τα χρήματα. Την προσοχή των άλλων καταφέρνουν να την τραβήξουν με τα ΜΜΕ. Τα ΜΜΕ τα εξαγοράζουν με χρήματα, με πλέγματα συνενοχής με τους μεγαλομετόχους τους αλλά και με την απειλή της χρήσης της νομοθεσίας, σαν ρόπαλο που θα σπάσει τα πλευρά όσων απόκοτων προσπαθήσουν να σταθούν όρθιοι στη θύελλα των άνομων συμφερόντων.
Η κοινωνία είναι έτσι σχεδιασμένη ώστε, παρά τα πλεονάσματα πόρων που διαρκώς παράγονται, εκείνοι που τα παράγουν να βιώνουν έντονα την έλλειψή τους ή, όταν δεν υπάρχει η έλλειψη, να αισθάνονται ανασφάλεια, φόβο, αγωνία για τη συνέχεια. Η ένταση και η αποτελεσματικότητα της προσπάθειας εργαζομένων, επιστημόνων, δημιουργών, παραγωγών αγαθών δεν εγγυάται το ευ ζην τους. Ούτε καν την επιβίωσή τους. Το αν θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν το δικαίωμα να παράγουν πλούτο για τους άλλους και επιβίωση για τους ιδίους αποτελεί αποτέλεσμα μιας πολυπαραγοντικής εξίσωσης, με άγνωστα δεδομένα και ποσότητες, και μυστικές, αδήλωτες σχέσεις της μιας ποσότητας με την άλλη.
Η Ιστορία έχει διδάξει, τουλάχιστον για την Ελλάδα, ότι ο ανθελληνικός Μολώχ, που κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται «ελληνικό» κράτος, ανά δυο-τρεις δεκαετίες αφαιρεί το δικαίωμα παραγωγής πλούτου από μεγάλες ομάδες επιστημόνων, εργαζομένων, δημιουργών, και παραγωγών αγαθών. Το εξουσιαστικό σύστημα που εγκαθιστά η ξενοκρατία στα ανώτατα επίπεδα της οικονομικής, πολιτικής και «πνευματικής» ελίτ, αφού κατασπαταλά τους ημεδαπούς πόρους και δημιουργεί θηριώδη ελλείμματα, λαμβάνει για λογαριασμό (και με χρέωση) των επόμενων γενεών δάνεια, με ορίζοντα αποπληρωμής κάποιες δεκαετίες αργότερα.
Ναρκοθετεί εκείνα τα χρονικά ορόσημα με σωρευμένη αδυναμία αποπληρωμής των δανείων και ανανέωση της υποταγής κράτους και λαού στους αδηφάγους πιστωτές. Κάθε φορά που επαναλαμβάνεται το σκηνικό το τοπίο γίνεται ολοένα και πιο αχνό. Οι γραμμές και οι σκιάσεις των ανθρώπων που υφίστανται το -καθ’ όλα… νόμιμο- βασανιστήριο χάνονται σταδιακά, όπως χάνονται και οι άνθρωποι. Ο πληθυσμός γερνά και φθίνει. Γεμίζουν τα πλουτώνια άντρα με νεκρούς και τα αεροδρόμια με νέους που αναχωρούν για κάποια ξένη χώρα που θα τους… χρησιμοποιήσει έναντι ευλόγου αμοιβής, μια και εδώ το εύλογο σπανίως είναι εφικτό.
Η πρώτη ύλη για το χτίσιμο του κελιού, από το οποίο ελάχιστοι κατορθώνουν να βγουν ζωντανοί, είναι τα χρήματα των φυλακισμένων. Χρηματοδοτούμε τον αφανισμό του ελληνικού έθνους με την υπερφορολόγησή μας. Κι αυτό φέρνει στον νου το απόφθεγμα «η φορολογία είναι κλοπή». Το ρητό θεωρείται αμερικανικό, αναρχοφιλελεύθερης κοπής. Ωστόσο, αν ανατρέξει κάποιος στις πηγές, θα το εντοπίσει σε διάφορους αιώνες και χώρες. Δεν έχει και τόση σημασία η πρώτη διατύπωσή του και η εθνικότητα εκείνου που συμπύκνωσε τις εμπειρίες δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε μια φράση. Σημαντική είναι η διαπίστωση της αλήθειας του.