Επί δεκαετίες μετά τη Μεταπολίτευση είχαμε μια διαρκή πορεία προς την όλο και μεγαλύτερη επιείκεια των ποινών αλλά και της γενικότερης ποινικής μεταχείρισης, με ευκολία αναβολών, αναστολών, συγχωνεύσεων, σε σημείο που φτάσαμε τα πλημμελήματα να είναι σχεδόν ατιμώρητα και τα κακουργήματα, ακόμη και σε περιπτώσεις ειδεχθών εγκλημάτων, να αντιμετωπίζονται με μια επιείκεια που σόκαρε τους πολίτες.
Οι ποινές είχαν γίνει ονομαστικές και η Δικαιοσύνη να φαίνεται πως πλέον είχε σε πρώτη προτεραιότητα τα δικαιώματα των εγκληματιών και όχι των θυμάτων. Η δε αποτρεπτική δύναμη του Νόμου, ο φόβος της τιμωρίας, είχε εξαερωθεί. Ειδικά στα πλημμελήματα, όσοι ζουν παρασιτικά, λεηλατώντας τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία, μπουκάροντας σε σπίτια, επιχειρήσεις, κλέβοντας μέταλλα από σπίτια, γεωργικές εκμεταλλεύσεις, πυλώνες της ΔΕΗ, καπάκια υπονόμων, καλώδια τρένων, όσοι ζουν πουλώντας νταηλίκι και σηκώνοντας εύκολα χέρι στον δρόμο, στην οικογένεια, τη βγάζανε ζάχαρη.
Εάν είχαν λευκό ποινικό μητρώο ή μικρές αθροιστικά ποινές, παίρνανε αναστολή, άλλως παίρνανε αναστολή στην έφεση και μετά το Εφετείο κάνανε συγχώνευση σε όλες τις εκκρεμότητες, και μετά μετατροπή σε χρηματική και δοσοποίηση, για να εξαγοράσουν την τελική ποινή κοψοχρονιά. Ετσι, ήταν σύνηθες να υπάρχουν κάποιοι που είχαν πολλές συλλήψεις, πλήθος υποθέσεων να τρέχουν παράλληλα και στο τέλος να μην εκτίουν ούτε μία μέρα ποινής. Κάποιος ευέξαπτος ή παλιάνθρωπος που ήθελε να κάνει κακό σε κάποιον άλλο ήξερε πως μπορούσε να το κάνει και, αν μείνει στα όρια του πλημμελήματος, δεν θα υποστεί πραγματική τιμωρία. Πέραν της ταλαιπωρίας της πρώτης ημέρας στα κρατητήρια την επομένη στο Αυτόφωρο, εφόσον ήταν γνωστής, βεβαίας και μονίμου διαμονής, αφηνόταν ελεύθερος και άρχιζε το κορδόνι των αναβολών.
Ετσι είχαμε φτάσει το έγκλημα να συμφέρει και η ποιότητα της ζωής των πολιτών να καταρρακώνεται από τη μικρομεσαία εγκληματικότητα ιδίως και περισσότερο στις λαϊκές συνοικίες και στην περιφέρεια. Τα χωριά και οι μεμονωμένες αγροικίες και οι γεωργοκτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις υποφέρουν. Η καταβολή χρήματος δεν είναι τιμωρία; Για τον απλό πολίτη που υπέπεσε τυχαία σε ένα σφάλμα, ναι. Για τον επαγγελματία κατσαπλιά λεηλάτη της κοινωνίας και της περιουσίας των τίμιων ανθρώπων, όχι δεν είναι. Χρήμα που δεν βγαίνει με μόχθο και είναι προϊόν λαμογιάς δεν το πονάς. ΟΙ επαγγελματίες του πλιάτσικου, της πρέζας, του παρασιτικού βίου θεωρούν τη σύλληψη επαγγελματικό κίνδυνο. Ετσι με χρήμα που βγάζουν άκοπα και παράνομα αντιμετωπίζουν αυτό τον επαγγελματικό κίνδυνο.
Η μεγάλη μεταρρύθμιση που έκανε η ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, ο Γιώργος Φλωρίδης και ο Γιάννης Μπούγας, είναι στην ιστορική και στη σωστή κατεύθυνση, για την οποία χρόνια έγραφα. Το ότι δεν ήταν αμφότεροι τύποις αλλά ουσία δικηγόροι παίζει κι αυτό τον θετικό ρόλο του, Οι πράξεις που τελούνται από την 1η Μαΐου τρέχοντος έτους υπάγονται πλέον στον νέο Ποινικό Κώδικα και ήδη αρχίζουν και σφίγγουν τα γάλατα. Θα σας πω και μια άλλη αποτρεπτική επιρροή του νέου αυτού θεσμικού πλαισίου. Ο Ελληνας είναι δικομανής, με μια κόλλα χαρτί και ένα μεγαρόσημο των 3 ευρώ μπορούσε να βάλει τον συμπολίτη του κι όλο το σύστημα να τρέχει, Εισαγγελείς, Γραμματείς, Δικαστές, Αστυνομία.
Ολο αυτό είναι κόστος σε χρήμα και χρόνο, τόσο για το κράτος όσο και για τον μηνυόμενο. Πολλές φορές, ελαφρά τη καρδία, οι μηνύσεις γίνονται αβάσιμα, ως αντιπερισπασμός σε βάσιμες μηνύσεις ή για την ποινικοποίηση αστικών αξιώσεων, ως μέσο πίεσης για επωφελή συμβιβασμό. Ελεγε ο άλλος «κι αν πάνε όλα στραβά, θα προτείνω να τα κλείσουμε ίσα βάρκα, ίσα νερά ή στη χειρότερη θα δικαστώ για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία κ.λπ. με αναστολή ή εξαγορά». Δεν φοβόταν πως θα βρεθεί στο γκιζντάνι.
Τώρα, όταν έρχονται πελάτες και τους εξηγείς πως αυτό ήταν last year, πως τώρα, αν κάνει αβάσιμη μήνυση, και δικαστικά έξοδα περισσότερα θα πληρώσει, θα πάει κατηγορούμενος για την ψευδή καταμήνυση, ψευδή κατάθεση, ηθική αυτουργία των τυχόν ψευδομαρτύρων σε αυτή, και εάν καταδικαστεί κινδυνεύει μετά βεβαιότητας να πάει φυλακή, διότι θα οριστεί στην απαγγελία της και το εκτιτέο μέρος της ποινής, τότε ανακρούει πρύμνα. Αυτός που έχει δίκιο και στοιχεία προχωράει, όποιος δεν έχει δίκιο και στοιχεία αφήνει την μπλόφα, το άνοιγμα ποινικών δικών για αντιπερισπασμό στην άκρη.
Αυτό θα μειώσει τον φόρτο των δικαστηρίων, τις δίκες για ψύλλου πήδημα, χωρίς αληθινό δίκιο του προσφεύγοντος. Επίσης, όταν εξηγείς στον θυμωμένο πολίτη τις συνέπειες των επιπόλαιων πράξεων που σκέφτεται για εκτόνωση του θυμικού του και καταλαβαίνει πως θα σημαίνει προαυλισμό και «Τρίτη, Πέμπτη, μακαρόνια, φάτε, μάγκες, βγάλτε χρόνια», η επίγνωση του μέλλοντος επιδρά ως ηρεμιστικό. Πιστεύω πως η μεταρρύθμιση Φλωρίδη – Μπούγα, εκτός από αντιστρέφουσα μια μακρά πορεία παρακμής, είναι και εξόχως φιλοδικηγορική, υπό την έννοια πως, όπως στις σοβαρές δυτικές χώρες, όσο μεγαλύτερο το διακύβευμα για τον πολίτη τόσο σημαντικότερος ο ρόλος του μαχόμενου δικηγόρου. Διότι δεν είμαστε απλά διερμηνείς της γλώσσας του κράτους προς τον λαό και της γλώσσας του λαού προς το κράτος αλλά υπερασπιστές δικαιωμάτων.
*Δικηγόρος, πρόεδρος της Νέας Δεξιάς