Η σύγχυση ως προς την ακριβή διπλωματική τακτική των ΗΠΑ, με εκδοχές περί «μεσολάβησης», «παρέμβασης» ή «αυτονόητης εμπλοκής» μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, αποδεικνύει τη σοβαρότητα της κατάστασης στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο και την ουσιαστική αδυναμία πρόβλεψης των εξελίξεων.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Η δυσάρεστη αλήθεια είναι ότι οι εποχές άλλαξαν και οι δυνατότητες παρέμβασης του ελληνικού λόμπι στις ΗΠΑ είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Απέχουμε από το 1967 με την αποτροπή σύγκρουσης για το Κυπριακό χάρη στη μεσολάβηση Βανς, από το 1976 με τη συνδρομή του Κίσιντζερ προς εκτόνωση της κρίσης με το ερευνητικό «Χόρα» και από το 1995-97 με τις πρωτοβουλίες των Χόλμπρουκ – Ολμπράιτ πριν και μετά την κρίση των Ιμίων.
Ωστόσο εξίσου απέχουμε από τις προβλέψεις αντιπάλων του προέδρου Ντ. Τραμπ, με παράδειγμα τον πρώην πρεσβευτή στην Αθήνα Ν. Μπερνς, ο οποίος εκτίμησε τον Νοέμβριο πως η Αθήνα δεν θα έχει στήριξη των ΗΠΑ σε περίπτωση θερμού επεισοδίου.
Παράλληλα, η κυβέρνηση δεν πρέπει να παγιδεύεται στην αυταπάτη ότι, έναντι των θερμών σχέσεων Τραμπ – Ερντογάν, υπάρχει το αντίβαρο των στελεχών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, του Πενταγώνου, του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας και άλλων υπηρεσιών. Το ακριβές είναι ότι όλοι αυτοί οι φορείς επικεντρώνουν την κριτική τους στον Ρ.Τ. Ερντογάν (και στον ισλαμικό και φιλορωσικό προσανατολισμό του), αλλά δεν επιθυμούν να χαθεί η Τουρκία για τη Δύση, όπως συνέβη με την ανεπούλωτη -από το 1979- πληγή της απώλειας του Ιράν.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι είναι ειλικρινείς, όταν κάνουν λόγο για τη στενότερη συνεργασία Αθήνας – Ουάσινγκτον τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά διευκρίνισαν κατά τον πρώτο Στρατηγικό Διάλογο, του Δεκεμβρίου του 2018, και κατά τον δεύτερο, του Οκτωβρίου του 2019, ότι μιλούν για αυτοτελή σχέση που δεν εξετάζεται υπό το πρίσμα ισορροπιών με την Τουρκία.
Οι ΗΠΑ αξιολογούν την ανατολική Μεσόγειο με τα κριτήρια της εθνικής τους ασφάλειας που χρειάζεται καλές σχέσεις ταυτόχρονα με την Αθήνα και την Άγκυρα, ώστε να επιτευχθεί ο μείζων στόχος αντιμετώπισης της -προβλεπόμενης ως μακράς- αντιπαράθεσης με τη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν.
Σε αυτό το πλαίσιο, έχουν ήδη υπάρξει δύο παρεμβάσεις των ΗΠΑ για την αποκλιμάκωση της έντασης Ελλάδας – Τουρκίας:
Η πρώτη εκδηλώθηκε μετά την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Μ. Πομπέο στην Αθήνα, στις αρχές Οκτωβρίου, όταν ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης έκανε λόγο περί αυτονόητης αντίδρασης της Ελλάδας σε περίπτωση παραβίασης των θαλάσσιων ζωνών της (όπως επανέλαβε προς τον κ. Τραμπ και δημοσιοποιήθηκε προχθές). Πάντως, λόγω της χρονικής σύμπτωσης με την τουρκική εισβολή στη ΒΑ Συρία, το θέμα πέρασε τότε σε δεύτερη μοίρα.
Η δεύτερη -και σοβαρότερη- παρέμβαση εκδηλώθηκε με παραστάσεις του Αμερικανού πρεσβευτή στην Άγκυρα Ντ. Σάτερφιλντ προς Τούρκους πολιτικούς και διπλωματικούς αξιωματούχους, πριν από την επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στην Ουάσινγκτον. Οι πληροφορίες περί αμερικανικών παραστάσεων προκάλεσαν μεγάλη αισιοδοξία στην ελληνική πλευρά, η οποία προσδοκούσε και σχετική επίσημη δήλωση των ΗΠΑ.
Λαμβάνοντας υπόψη τις δημόσιες τοποθετήσεις του κ. Ερντογάν και του υπουργού Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου, καθώς και την κοινοβουλευτική έγκριση αποστολής στρατευμάτων στη Λιβύη, γίνεται σαφές ότι οι παραστάσεις του κ. Σάτερφιλντ δεν είχαν την αναμενόμενη αποτελεσματικότητα και ότι η Άγκυρα θα παραμείνει επιθετική έναντι της Αθήνας.
Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ο πρεσβευτής στην Αθήνα Τζ. Πάιατ δημοσιοποίησε, σε συνέντευξη στην ΕΡΤ, την ανάμιξη του κ. Σάτερφιλντ, χωρίς ασφαλώς να αποκαλύψει τα συμπεράσματα που προέκυψαν, ενώ αναφέρθηκε και στον παραγωγικό ρόλο του ανώτατου διοικητή συμμαχικών δυνάμεων Ευρώπης του ΝΑΤΟ, Αμερικανού πτέραρχου Τοντ Γουόλτερς. Η εμπειρία, κυρίως, της κρίσης του Μαρτίου 1987 και, εν μέρει, των Ιμίων δείχνει ότι η Ατλαντική Συμμαχία, παρά τη γνωστή τακτική ίσων αποστάσεων, μπορεί να αποτρέψει τα χειρότερα σε ώρες μέγιστης έντασης.
Τις επόμενες εβδομάδες ενδιαφέρον θα έχει ο βαθμός εμπλοκής του αναπληρωτή βοηθού υπουργού Εξωτερικών Μάθιου Πάλμερ, στον οποίο έχουν ανατεθεί από τον Αύγουστο και καθήκοντα ειδικού εκπροσώπου για τα δυτικά Βαλκάνια. Η αρχική εντύπωση της ελληνικής αντιπροσωπίας στην Ουάσινγκτον ήταν ότι θα εκδηλωνόταν πρωτοβουλία του ίδιου του κ. Τραμπ προς τον κ. Ερντογάν, μέχρι που αποσαφηνίστηκε πως παρέμβαση -σε επίπεδο υψηλότερο του κ. Πάλμερ- θα υπάρξει μόνον σε περίπτωση ανάγκης και πιθανότατα από τον κ. Πομπέο, χωρίς προεδρική ανάμιξη.
Η ανησυχία είναι ότι ο κ. Πάλμερ εμφανίστηκε αποστασιοποιημένος από τα ελληνοτουρκικά κατά την τελευταία επίσκεψή του στην Ελλάδα, τον Νοέμβριο, καθώς αποδίδει μεγαλύτερη έμφαση στα Βαλκάνια και στην ανάσχεση της ρωσικής επιρροής.