«Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον». Αποστόλου Παύλου, Προς Κορινθίους Α’ 13.
Η ανθρωπότητα υπόκειται στο μαρτύριο της κακοηχίας πολλών κυμβάλων αλαλαζόντων και χαλκών ηχούντων, προτού ακόμα αρχίσει να καταχωρεί σε γραπτά κείμενα όσα τής συνέβησαν. Η αγάπη δεν είναι πανταχού παρούσα. Είθισται να την αναζητεί εντός του εκείνος που επιθυμεί να τη δωρίσει σε πρόσωπα τα οποία μπορεί να τη ζητήσουν μπορεί και όχι. Την ψάχνουμε εντός για να τη μοιράσουμε εκτός. Ολα -εκτός εκείνης- ηχούν φάλτσα, ανώφελοι και ανούσιοι ορυμαγδοί.
Η ανθρώπινη εξουσία, η αδηφάγος οντότητα που χρησιμοποιεί σώματα και συνειδήσεις σαν ξενιστές για να εκδηλώνει την κακότητά της, ευρισκόμενη εκτός του αγαπητικού πεδίου, το οποίο ο Απόστολος Παύλος θεωρεί ως το μόνο αληθές, για να διαιωνίσει την παρουσία της ανάμεσά μας, υποχρεώνεται να καταφεύγει στον εντυπωσιασμό. Ο πανζουρλισμός από τον θόρυβο που προκαλεί έλκει το ενδιαφέρον των εφήμερων ανθρώπων. Στρέφονται προς εκείνην σαν τις νυχτοπεταλούδες στην εστία της θανατηφόρας φλόγας, που θα κατακάψει τα φτερά τους.
Δεν νοείται εξουσία χωρίς κύμβαλα αλαλάζοντα, πανδαιμόνια και εντυπωσιακά ηχοχρώματα. Λείπει η ουσία της αλήθειας, της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας, ενώ πλεονάζουν οι προθέσεις και οι τεχνικές της εντυπωσιοθηρίας.
Το καλό δεν χρειάζεται να καταφύγει σε τρικ για να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές του είδους μας. Συντονίζει τον άνθρωπο στη θεία αρμονία, όπως ο πολύπειρος μουσικός, συνθέτης, οργανοποιός χορδίζει μια κιθάρα, μια λύρα, ένα βιολί. Η φασαρία είναι απαραίτητη στο μη ον, το κακό. Αναπληρώνει το υπαρκτικό έλλειμά του με εντυπωσιακές ψευδαισθήσεις, με τρικ.
Ακριβώς σε τούτο το σημείο γεννάται το γελοίο. Εκείνο που πλασάρεται σαν μεγαλειώδες, ισχυρό και ακατάβλητο, εμπνευσμένο και μαγικό, πρωτόφαντο και ανώτερο, αλλά ακόμα και στον κολοφώνα της εφήμερης δόξας του δεν μπορεί να αποφύγει να συνδεθεί -έστω έμμεσα, έστω συνειρμικά, ως μια υποψία- με το γελοίο.
Πάντοτε καταλαβαίνουμε κάτι γελοίο όταν ερχόμαστε σε επαφή μαζί του. Αρκεί να παρατηρήσουμε προσεκτικά, αφαιρώντας από τα αναλυτικά εργαλεία και την κρίση μας, τη συνείδησή μας, τις στιβάδες των εξωτερικών «παρεμβολών». Ορισμένες από τις ισχυρές «παρεμβολές» είναι, για παράδειγμα, οι πληροφορίες που υποχρεωθήκαμε να αποστηθίσουμε στο σχολείο, οι προκαταλήψεις που κληρονομήσαμε από το οικογενειακό ή άλλο περιβάλλον, όπου ανατραφήκαμε και ενηλικιωθήκαμε, το κυρίαρχο αφήγημα των ΜΜΕ και του πολιτικού κόσμου για τον ορισμό του καλού και του κακού κ.ά.
Γελοίες οι «λαοθάλασσες» που συνέρρεαν για να ακούσουν τους δημαγωγούς, οι οποίοι χρεοκόπησαν τη χώρα και δολοφονούν το έθνος. Και οι δημαγωγοί, όταν ξεφουσκώνουν από τα αξιώματά τους φαίνονται, επιτέλους, πιο γελοίοι από τους οπαδούς τους. Γελοίες οι «πατριωτικές» κορόνες αστράτευτων και βαθύτατα παρακμιακών περσόνων. Γελοίος ο ανθρωπισμός των ιδιοτελών απατεώνων. Γελοία και η «σοβαρότητα» απάτριδων διεθνιστών, οι οποίοι κατάπιαν την κάμηλο της παρακμής που γεννοβόλησε η εξουσία τους, ενώ διύλιζαν τον κώνωπα του -κατ’ αυτούς- «εθνικισμού». Γελοίες οι πολυδάπανες φιέστες, με το αρχαιοελληνικό ντεκόρ, τα αγαλματοποιημένα μπαλέτα και τα αθιγγάνικα ημιφορτηγά, έμφορτα φρούτων. Γελοιωδέστεροι όσοι σχεδίασαν τις φιέστες και έστειλαν τον… λογαριασμό στον χάσκοντα πληθυσμό. Γελοίοι «τεχνοκράτες», που εφευρίσκουν απίθανες δικαιολογίες για την πρόσκρουση των σχεδίων τους στον ύφαλο της πραγματικότητας. Γελοίοι στρατηγοί, που εν καιρώ ειρήνης χάνουν πολέμους ουσίας για να κερδίσουν εντυπώσεις και κάποιους διορισμούς σε θέσεις «ευθύνης».
Ολο τούτο το χάχανο, το στρας, ο θόρυβος, οι κλάκες κι οι διθύραμβοι κάποια στιγμή σιγούν. Και επικρατεί εκείνο που υπάρχει από την αυγή του χρόνου και θα συνεχίσει να υπάρχει έως την κατάρρευση των διαστάσεων: η αλήθεια. Συνήθως η αλήθεια είναι βουβή, αλλά ακούγεται ισχυρότερα απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να φανταστούμε. Οποτε έρχεται η αλήθεια, διαπιστώνουμε πόσο πολύ μάς κόστισε η επικέντρωσή μας στην υπηρεσία της εφήμερης εξουσίας του γελοίου.
Ας μείνουμε μακριά από τον θόρυβο. Μακριά από τον εντυπωσιασμό. Μακριά από το τίποτα, που προσπαθεί να πείσει ότι είναι τα πάντα.