Στις 8 Οκτωβρίου 1838, περίπου στις 10 το πρωί, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ανέβηκε στον λόφο της Πνύκας και μίλησε σε μαθητές της Αθήνας για το παρελθόν και το μέλλον της φυλής.
Εκεί ανέφερε σαφώς την πεποίθησή του για την ιστορική συνέχεια του έθνους: «Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο».
Μίλησε για το σαράκι που μας τρώει τις σάρκες, τη διχόνοια, και την προσήλωσή μας στην πίστη μας: «Οι παλαιοί Ελληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν διά να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε».
Είπε ότι, αν θέλουμε να βαδίσουμε στα χνάρια των ένδοξων προγόνων μας, πρέπει πρώτα να φωτιστούμε, να διαβάσουμε την Ιστορία και τα γράμματά μας:
«Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς όπου κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία».
Τέλος, τόνισε ότι οι μεγάλοι αγώνες δεν κρίνονται μόνο στους αριθμούς αλλά και στην ψυχή, στην εθνική ενότητα και την αποφασιστικότητα:
«Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε “πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα”, αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».
Για να μάθουμε τι πρέπει να κάνουμε ως πρόσωπα και ως έθνος, αρκεί να διαβάσουμε τα παραπάνω και να τα εφαρμόσουμε.
Διαβάστε ακόμα:
Επίσης να αναφέρω το ρητό του Μπρεχτ… Αλίμονο στην χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες
Θα γράψω μόνο αυτό που είχαν γράψει κάτω από το άγαλμα του στην Σταδίου… ΒΟΗΘΑ ΓΕΡΌ… Τι κι αν δικαίως είπε τότε για την επανάσταση… Εμείς εκαναμε το καθήκον μας
ΞΕΧΑΣΕΣ ΤΟ ΒΑΣΙΚΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ
Σὰν εἶδε τοῦτο ὁ σουλτάνος, διόρισε ἕνα βιτσερὲ [ἀντιβασιλέα], ἕναν πατριάρχη, καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσία τῆς ἐκκλησίας. Αὐτὸς καὶ ὁ λοιπὸς κλῆρος ἔκαμαν ὅ,τι τοὺς ἔλεγε ὁ σουλτάνος. Ὕστερον ἔγιναν οἱ κοτζαμπάσηδες [προεστοὶ] εἰς ὅλα τὰ μέρη.
Προφανώς το ‘ξέχασε’. Δεν τον συμφέρει να το περιλάβει. Δεν κολλάει βλέπεις με το αφήγημα του.