«Τὴν πεπρωμένην δὲ χρὴ αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα, γιγνώσκονθ᾽ ὅτι τὸ τῆς ἀνάγκης ἔστ᾽ ἀδήριτον σθένος».
«Έτσι της μοίρας το γραφτό πρέπει πιο ελαφρά και να υποφέρω, μια που γνωρίζω πως κανείς με της ανάγκης δεν ημπορεί τη δύναμη να πολεμήσει».
*Αισχύλου «Πέρσαι», στ. 103-105
Ο Αισχύλος βάζει στο στόμα του Προμηθέα την άποψη ότι ο βασικός παράγοντας που τον αλυσόδεσε στον Καύκασο είναι η ακαταμάχητη ισχύ της ανάγκης, όχι απλώς μια απόφαση του Δία. Η ανάγκη πρωταγωνιστεί στα ανθρώπινα, αλλά καθορίζει και τα θεϊκά, σύμφωνα με τις αντιλήψεις που επικρατούσαν στην προχριστιανική περίοδο του πολιτισμού μας. Ο Σιμωνίδης ο Κείος (556-468 π.Χ.) ήταν ο επιφανέστερος επιγραμματοποιός της ελληνικής αρχαιότητας και η φράση του για την ακαταμάχητη βούληση της ανάγκης, «ἀνάγκᾳ δ’ οὐδὲ θεοὶ μάχονται»,** επιβιώνει μέχρι σήμερα με τη μορφή «ανάγκα θεοί πείθονται».
Ακόμα και στις μέρες μας, που περνούν τόσο αστόχαστα και γοργά, εύκολα γίνεται αντιληπτό κάτι απλό: όταν τηρείται υπακοή στην ανάγκη, την προσωποποιημένη θεϊκή δύναμη που κυβερνά την πλάση, εξασφαλίζεται η παράταση του βίου. Κάποιος έχει την ανάγκη της τροφής και την ικανοποιεί. Ετσι ζει. Ομως, όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να εφαρμόσουν κελεύσματα πλαστών, τεχνητών, υποβολιμαίων αναγκών, οδηγούνται στην παρακμή και στον θάνατο. Καθετί περιττό και ψεύτικο επιβαρύνει. Συμβαίνει με τα πρόσωπα, συμβαίνει και με τα έθνη σε κάθε περίοδο κατασκευής μεγάλων κρατικών δομών, αυτοκρατοριών. Για να πλαστούν νέες κοινωνίες πρώτα πείθονται τα άτομα ότι έχουν σειρά από «ανάγκες». Κι είναι όλες κίβδηλες. Και, ικανοποιώντας τες, παραμερίζουν τις αληθινές ανάγκες, με αποτέλεσμα το εθνικό σώμα να ατροφεί, να νοσεί, να πεθαίνει.
Κάθε απόπειρα ομογενοποίησης των πληθυσμών κάποιας υπό κατασκευήν αυτοκρατορίας προϋποθέτει τον θρυμματισμό των επιμέρους εθνικών συνόλων και την ανασύνθεσή τους σε ένα νέο συλλογικό υποκείμενο. Μια από τις τεχνικές, οι οποίες ακολουθούνται στα προπαρασκευαστικά στάδια του εγχειρήματος, είναι ο αποχρωματισμός, το ξεθώριασμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών εκάστου συνόλου.
Οσα καθιστούν ξεχωριστή τη συλλογική οντότητα, διακριτή από τις άλλες, στοχοθετούνται από τις εθνοδιαλυτικές δυνάμεις και δέχονται ποικίλες επιθέσεις: με την αναθεώρηση των αξιών τους, την αμφισβήτηση της ιστορικής συνέχειάς τους, τη σχετικοποίηση και τελικά αναίρεση της συνεισφοράς τους στο παγκόσμιο σύνολο, και με μια σειρά άλλες τεχνικές ψυχολογικού επηρεασμού των μαζών.
Ωστόσο, τα προαναφερθέντα «εργαλεία» παραγωγής ανώνυμων μαζανθρώπων είναι επικουρικά στον κεντρικό σχεδιασμό. Ο ισχυρότερος πολιορκητικός κριός για την άλωση του εθνικού οχυρού είναι -και σ’ αυτή την περίπτωση- η διαχείριση της έννοιας της ανάγκης. Προπαγανδίζοντας ανάγκες που δεν υπάρχουν, δημιουργούν σύγχυση στους δέκτες της προπαγανδιστικής εκστρατείας. Τότε οι αληθινές ανάγκες, οι ανθεκτικές στον χρόνο και στις συνθήκες, εκείνες που βρίσκονται προεγκατεστημένες σε κάθε μέλος ενός εθνικού συνόλου, συνθέτουν το συλλογικό ασυνείδητο και είναι οι αρχετυπικές του προδιαθέσεις, αρχίζουν και φαντάζουν ισοβαρείς με τις νέες. Ισοβαρές το ον με το μη ον.
Ας αναφερθεί ενδεικτικά η υπόθεση της επίθεσης στα δύο βιολογικά φύλα διά της επινόησης του «κοινωνικού» φύλου και της επακόλουθης ένταξης δεκάδων άλλων στο τοπίο. Είναι διαφορετική η σημασία των παραδεδεγμένων αναγκών του άνδρα και της γυναίκας πριν από την επινόηση των 62 «κοινωνικών» φύλων και διαφορετική σήμερα. Η σύγχυση έχει επιτευχθεί. Με την άτυπη ή και επίσημη παραδοχή της «ανάγκης» αναγνώρισης δεκάδων φύλων (τα οποία, πλην των βιολογικών, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ταξινόμηση των δυσπερίγραπτων καπρίτσιων έξαλλων μειοψηφιών) μειώνονται τα δικαιώματα, το κύρος και η θέση των δύο υπαρκτών, βιολογικά καθορισμένων φύλων. Οι γυναίκες βρίσκουν άνδρες αντιπάλους ακόμα και στα ρινγκ της πυγμαχίας και των πολεμικών τεχνών, απλώς επειδή μερικοί εξ αυτών δήλωσαν ότι το «κοινωνικό – ψυχολογικό» φύλο τους είναι το θηλυκό. Οι γυναίκες ακυρώνονται επειδή δίπλα στη δική τους θηλυκότητα αναγνωρίζεται και η ανδρική, κάθε φορά που κάποιος δηλώνει έτσι!
Η πλασματική ανάγκη έχει διοχετευτεί στο κοινωνικό σώμα, πολλαπλασιάζεται σαν ιός, καταλαμβάνει ζωτικό χώρο και πόρους από τις ζωτικές ανάγκες και οδηγεί το σύνολο σε βέβαιο θάνατο. Το «διαίρει και βασίλευε» παραμένει επίκαιρο και στη μετανεωτερική εποχή.
*Αισχύλου «Πέρσαι», Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης, εκδόσεις ΚΕΓ, Θεσσαλονίκη: 2015.
Πρώτη έκδοση: Γρυπάρης Ι.Ν., «Οι τραγωδίες του Αισχύλου», Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα: 1930.
**D.L. Page, Poetae melici Graeci, Oxford: Clarendon Press, 1962, fragment 37.