Η πληροφορία είναι από έγκυρη πηγή: Αρχική πρόθεση της νέας Προέδρου της Δημοκρατίας Αικατερίνης Σακελλαροπούλου ήταν να μην ορκιστεί με θρησκευτικό όρκο, αλλά με πολιτική διαβεβαίωση. Ομνύοντας στην τιμή και τη συνείδησή της.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Οι συνταγματολόγοι είχαν «ψάξει» το corpus του καταστατικού μας χάρτη και, παρά το γεγονός ότι το άρθρο με το τυπικό της ορκωμοσίας του ανώτατου άρχοντα δεν αναθεωρήθηκε κατά την πρόσφατη συνταγματική μεταρρύθμιση, εντούτοις είχαν βρει ένα «παράθυρο» που θα επέτρεπε στην κυρία Σακελλαροπούλου την αποβολή της Εκκλησίας από την τελετή. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, από τη στιγμή που με το Σύνταγμα του 2001 απαλείφθηκε η υποχρέωση να είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας χριστιανός ορθόδοξος κατά μείζονα λόγο δεν υποχρεούται και σε θρησκευτικό όρκο.
Μαθαίνω ότι, στο άκουσμα της είδησης πως η Πρόεδρος έκανε τη σκέψη -δεν κατέληξε ποτέ σε απόφαση- να μην ορκιστεί στην Αγία Ομοούσιο και Αδιαίρετη Τριάδα, σήμανε συναγερμός σε κορυφαία γραφεία πέριξ των οδών Ηρώδου Αττικού και Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Εξηγήθηκε -μου λένε- στη νέα Πρόεδρο ότι, πλην του ιδεολογικού θέματος που θα γενάτο, πλην του τεράστιου πολιτικού θέματος που θα γενάτο, αν η κυρία Σακελλαροπούλου επέμενε, θα ανέκυπτε και ζήτημα ακυρότητας της ορκωμοσίας της. Αρα και ακυρότητας κάθε πράξης που θα υπέγραφε στο μέλλον, νόμου ή Προεδρικού Διατάγματος. Έτσι πείστηκε και θα δώσει -αν πληροφορούμαι σωστά- θρησκευτικό όρκο τελικώς.
Αποκαλύπτω αυτή τη μικρή ιστορία για δύο λόγους. Η πρώτη αφορά την Πρόεδρο καθεαυτή. Ο θεσμός που καλείται να υπηρετήσει συμπυκνώνει συνταγματική και πολιτική ιστορία δεκαετιών. Είναι κατά βάση συντηρητικός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν χωρά άνεμος φιλελεύθερης ανανέωσης – το αντίθετο. Ο θρησκευτικός όρκος δεν καθιερώθηκε για λόγους δογματικούς και μόνον, επειδή δηλαδή το «έθνος των Ελλήνων» είναι στην πλειονότητά του ορθόδοξο. Και ο πρόεδρος της φιλελεύθερης Αμερικής, άλλωστε, στη Βίβλο ορκίζεται.
Ο θρησκευτικός όρκος καθιερώθηκε κυρίως για λόγους ιστορικούς. Η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ορκίστηκε στον Θεό λόγω και της παρουσίας της Εκκλησίας στους εθνικούς μας αγώνες. Στο πρώτο Σύνταγμα αναφέρεται ρητώς -και αυτό έφτασε έως τις ημέρες μας- ότι «η επικρατούσα θρησκεία εις την ελληνικήν επικράτειαν είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, ανέχεται όμως η διοίκησις της Ελλάδος πάσαν άλλην θρησκείαν και αι τελεταί και ιεροπραξίαι εκάστης αυτών εκτελούνται ακωλύτως». Στη Β΄ Εθνοσυνέλευση στις 18 Απριλίου 1823 διακηρύχθηκε ότι «με την αμετάθετον απόφασιν όλοι, όλοι οι Ελληνες να ανεξαρτηθώμεν εντελώς έθνος χωριστόν, αυτόνομον και ανεξάρτητον αναγνωριζόμενοι, διά την δόξαν της αγίας ημών πίστεως και την ευτυχίαν των ανθρώπων» (βλ. σχετικά «Ο Θεός και το 1821», Ηλία Οικονόμου, καθηγητή ΕΚΠΑ, εκδόσεις Σαΐτη, 2018).
Δεν τίθεται λοιπόν εν προκειμένω ζήτημα θρησκευτικής καταπίεσης των ιδεών της νέας αρχηγού του κράτους. Τίθεται ζήτημα παραλαβής της ιστορικής σκυτάλης από την ιδρυτική συνέλευση των Ελλήνων, από την οποία πηγάζει η ίδια εξουσία της. Το ζήτημα, όμως, δεν αφορά μόνο την αρχηγό του κράτους, αλλά και την υπουργό Παιδείας. Δεν την ονομάζω «Θρησκευμάτων», γιατί η αγαπητή κατά τα λοιπά Νίκη Κεραμέως διακρίνεται κατά τη θητεία της για τον συνεπή αντικληρικαλισμό της. Και τμήμα της κυβερνήσεως, βεβαίως – δεν είναι μόνη της σε αυτό.
Μετά τις αποφάσεις για τη διαγραφή του θρησκεύματος από τα απολυτήρια και τα αρχεία των σχολείων, τις αποφάσεις του ΣτΕ για το μάθημα των Θρησκευτικών (το Συμβούλιο έλαβε υπ’ όψιν και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), τις αποφάσεις (υπουργείο Δικαιοσύνης) να μη θεωρείται ποινικό αδίκημα η βλασφημία των θείων (ενώ, αν κάψει κανείς το Κοράνι, διώκεται με τον αντιρατσιστικό νόμο για υποκίνηση θρησκευτικού μίσους), την αποκαθήλωση με απόφαση του υπουργείου Υποδομών της αφίσας για τις αμβλώσεις (ενώ, σύμφωνα με μέτρηση της Pulse, τη θέση κατά των αμβλώσεων ασπάζεται το 30% των Ελλήνων), τώρα η υπουργός προσέθεσε στο φιλελεύθερο παλμαρέ της και την ανάκληση μιας ενημερωτικής εγκυκλίου που καλούσε μέλη 15μελών συμβουλίων να πάνε, εκτός σχολείου, αν το επιθυμούν, σε συνέδριο της «Χριστιανικής Αγωγής» με θέμα «Σύγχρονη Παιδεία και Ελληνορθόδοξη Παράδοση». Με το που αντίκρισε σε εγκύκλιο τον όρο «χριστιανική» η κυρία Κεραμέως και διάβασε ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ ότι η ομοσπονδία αυτή είναι «παραθρησκευτική» σάλπισε άτακτη υποχώρηση. Ενώ, αν ζητούσε κάτι αντίστοιχο η προσκείμενη στο ΚΚΕ Ομοσπονδία Γονέων, θα έστεργε.
Ρώτησα ανθρώπους που γνωρίζουν καλά τα εκπαιδευτικά – εκκλησιαστικά και μου είπαν ότι η «Χριστιανική Αγωγή» είναι μια οργάνωση πράγματι με σκληρές απόψεις. Δεν είναι όμως παραθρησκευτική, επειδή, για παράδειγμα, διαφωνεί με την αναγνώριση της Ουκρανικής Εκκλησίας. Μου είπαν πως είναι ανοιχτή σε κριτική, όχι γιατί διαφωνεί με τις αμβλώσεις, αλλά γιατί διαφωνεί με την εισαγωγή του μαθήματος της Σεξουαλικής Αγωγής στα σχολεία. Αντιφατικό.
Ωστόσο, το βασικό ερώτημα που τίθεται έπειτα από κάθε τέτοια απαγόρευση είναι διπλό. Το πρώτο ζήτημα είναι φιλελεύθερο και θα το απευθύνει στο μέλλον κάθε οργάνωση που επιθυμεί να επικοινωνήσει με τη νεολαία: «Έχεις το δικαίωμα να με ακούσεις ή σ’ το στερούν;» Υπάρχουν, άραγε, κριτήρια για το τι μπορεί να προτείνει το υπουργείο στους μαθητές; Ποιος αποφασίζει τι; Ή μήπως εδώ, αντί για φιλελευθερισμό, έχουμε να κάνουμε με έναν καλά κρυμμένο προοδευτικό αυταρχισμό;
Και το δεύτερο, ευρύτερο: Ποια είναι η στάση της Πολιτείας από την Προεδρία της Δημοκρατίας και το υπουργείο Παιδείας έως το υπουργείο Πολιτισμού (θέτει προσκόμματα σε αποκαταστάσεις ιστορικών ναών – θα επανέλθω) απέναντι στην Εκκλησία ως ιστορικό θεσμό, ως οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών, ως αντίληψη που επηρέασε καταλυτικά τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους και τις αρχές από τις οποίες διαπνέονται οι κοινότητές μας; Επειδή μοιάζει -δεν είναι- αδύναμη αυτόν τον καιρό, την προσπερνάμε, την καταργούμε και προελαύνουμε; Δεν είναι έτσι.
Διαβάστε εκεί ψηλά, στις κορυφές που είστε, την αυτοκριτική που έκανε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναφέροντας τις βλάσφημες για την Αριστερά έννοιες «Ορθοδοξία», «έθνος», «ταυτότητα». Ίσως αναθεωρήσετε. «Θεός και αν είναι…» που λέει και η Χαρούλα.